Σάββατο 5 Οκτωβρίου 2013

Ο μεγάλος πατέρας και το ανδρικό πρότυπο της Χρυσής Αυγής

δημοσιεύθηκε στο http://parallhlografos.wordpress.com/

Μετά την δολοφονία του Παύλου Φυσσα από μέλος της Χρυσής Αυγής ο Νίκος Μιχαλολιακος καταφεύγει στην συνήθη του τακτική, αποποιείται των ευθυνών. «Διαψεύδω δημόσια τον ψεύτη Δένδια. Προσπαθεί να παραπλανήσει την δικαιοσύνη, δεν σέβεται τον όρκο του ως υπουργός και ως βουλευτής», ενώ αναφερόμενος στον 45χρονο που συνελήφθη για τη δολοφονία, υποστήριξε ότι «ήταν ένας περαστικός από τα 70 γραφεία της Χρυσής Αυγής. Εμείς δεν έχουμε καμία ευθύνη, ούτε πολιτική».   
   
Ο ισχυρός πατέρας όλων των κατατρεγμένων από την φτώχια και την ανεργία, από τις ματαιωμένες ελπίδες και το φονικό μίσος που φωλιάζει στις ψυχές τους αποποιείται τις ευθύνες του για ένα από τα λαμπρά τέκνα του. Τον μαχαιροβγάλτη που η Χρυσή Αυγή πλήρωνε για να καθαρίζει στα δύσκολα, όταν οι κλοτσιές, οι μπουνιές και τα λοσταρια σταματούν να έχουν αποτέλεσμα. Ο μεγάλος πατέρας δεν φέρει καμία ευθύνη αν στα 70 γραφεία που κηρύσσουν το μίσος και αποτελούν εφαλτήρια νυχτερινών περιπολίων, έρχεται που και που κανένας ψυχοπαθής μαχαιροβγάλτης. Ο μεγάλος πατέρας δεν φέρει ευθύνη αν τα παιδιά του υπακούοντας τις ρατσιστικές θεωρίες του και την διακήρυξη του μίσους που καλλιεργεί προσπάθησαν να του μοιάσουν και να τον εντυπωσιάσουν με τα ανδραγαθήματα τους. «Εγώ μαχαίρωσα έναν Πακιστανό», «εγώ ήμουν στην ομάδα που την έπεσε στα μέλη του ΚΚΕ», «εγώ έριξα μπουνιά στην Κανέλλη στο αέρα τηλεοπτικής εκπομπής», «εγώ έκλεισα την θεατρική παράσταση που προσέβαλε το έθνος και την ορθοδοξία», «εγώ απείλησα τον Δήμαρχο Αθηναίων γιατί ματαίωσε το συσσίτιο μας και μάλιστα έβγαλα και όπλο». 
   
Κάπως έτσι τα θολωμένα τέκνα του μεγάλου πατέρα προσπαθούν να κερδίσουν την εύνοια του, να έρθουν πιο κοντά του, να φτάσουν τον πρωτότοκο Ηλία Κασσιδιάρη, που η στοργική αγκαλιά και η υπακοή στον μεγάλο πατέρα έφτασε να τον μεταμορφώσει από τραμπούκο των αμφιθέατρων της γεωπονικής σε υποψήφιο για την δημαρχεία του Δήμου Αθηναίων. Από συγχυσμένο πιτσιρικά, που η εσωτερική ανασφάλεια και η αίσθηση της ασημαντότητας τον μετέτρεψαν σ ένα υποχείριο που θα θυσίαζε τα πάντα για να γίνει σημαντικός στα μάτια ενός πατέρα. Στην συνέχεια βέβαια μπορεί να φιγουράρει με αυτοπεποίθηση και φουσκωμένα μπράτσα σε παραλίες της χώρας, έχοντας χέρι χέρι γυναίκες με φουσκωμένα στήθη, εκπληρώνοντας την βαθιά του επιθυμία να συμβάλει στην άνοδο της ασημαντότητας που τόσα χρόνια τον έτρεφε. Τώρα είναι κομμάτι του σημαντικού κόσμου, ένας γυμνασμένος βουλευτής που κυκλοφορεί με όμορφες, ποθητές γυναίκες, με τον πύρινο λόγο του και  τα βιβλία με τις ρομαντικές περιγραφές για μάχες μεταξύ στρατιωτών που δεν διαπραγματεύονται την τιμή της πατρίδας, να γίνει δηλαδή ένα μοντέλο ματσισμου, ένας Ναζί Κωστόπουλος, ένας πραγματικός άνδρας! 
   
Η Χρυσή Αυγή και τα «σοβαρά» της μέλη είναι φορείς ενός πρότυπου άνδρα που εξελίσσετε σταδιακά τα τελευταία 20 χρόνια. Εκπροσωπούν μια ριζοσπαστικοποιημενη εκδοχή του ελληνικού ανδρικού μοντέλου που αυνανίζεται με τις γυαλιστερές σελίδες της ΙΜΑΚΟ, πλένετε στα μεσημεριανά προγράμματα, φιλτράρετε από τον Θεμο Αναστασιάδη και στέκετε περήφανο να καμαρώνει τα φουσκωτά του μπράτσα και τον σίγουρο λόγο ενός άνδρα που δεν φοβάται να πει τα πράγματα με το όνομα τους. Αυτό που ο Μιχαλολιακος λογω παρουσιαστικού δεν κατάφερε να κάνει, το έκανε το λαμπρό του τέκνο, ο ομορφάντρας καταδρομέας με την ακαδημαϊκή μόρφωση και την αρχαία ελληνική ομορφιά. Το «παλικάρι» της Χρυσής Αυγής μετατράπηκε σε πρότυπο lifestyle. Όλο αυτό φυσικά στηρίζεται απόλυτα από τον μεγάλο πατέρα αλλά και τις επίδοξες μητέρες με χαρακτηριστικό παράδειγμα τις γυναίκες που συγκροτούν το «μέτωπο γυναικών της Χρυσής Αυγής». Σε γνωστό ιστότοπο τους υποστηρίζουν λίγο πολύ πως η γυναίκα έχει «καθήκον να γεννά, να μεγαλώνει τα παιδιά, να μαγειρεύει, να φροντίζει την τρίτη ηλικία, να αναλαμβάνει εξ’ ολοκλήρου κι αποκλειστικά το νοικοκυριό, η γυναίκα πρέπει να είναι  πιστή και υπάκουη στον άντρα». Ηθικές των αρχών του αιώνα επανέρχονται με ορμή στην «ευρωπαϊκή Ελλάδα», αν υποθέσουμε ότι ποτέ είχαν φύγει. Το μέτωπο γυναικών της Χρυσής Αυγής μας ενημερώνει πως  «η υποτιθέμενη απελευθέρωση της γυναίκας την αποπροσανατόλισε από την πραγματική ουσία του ύψιστου ρόλου της, την μητρότητα, δηλαδή την υποχρέωση και την ύψιστη τιμή, να φέρει στον κόσμο και ν’ αναθρέψει τα νέα βλαστάρια στον κορμό της φυλής. Το πρώτιστο καθήκον που πράττει κάποιος για το Έθνος του είναι αυτό που έχει ορίσει η φύση και για τα δύο φύλα, δηλαδή η τεκνοποιία και η σωστή διαπαιδαγώγηση των τέκνων». Αυτό μάλλον είχε στο μυαλό του ο μεγάλος πατέρας και ανέθρεψε τα παιδιά του με το κουταλάκι του μίσους προς οτιδήποτε διαφορετικό, οτιδήποτε απειλεί την αιώνια σταθερότητα που υπόσχεται η πίστη στην πατρίδα και την ελληνική οικογένεια. 
   
Που πηγαίνει όμως όλος ο ανδρισμός και η τιμή των λόγων όταν τα πράγματα παίρνουν περίεργη τροπή? Όταν η συνοχή της χρυσαυγητικης οικογένειας απειλείτε από την εξωτερική παρέμβαση? Όταν μια στυγερή δολοφονία γίνεται αντικείμενο πολιτικής εκμετάλλευσης. Η αντίδραση είναι αναμενόμενη. Ο μεγάλος πατέρας ως γνήσιος τιμητής του φασισμού και υμνητής του Χιτλερικού ιδεώδους σπεύδει να πάρει αποστάσεις από τα πολεμοχαρή τέκνα που ο ίδιος εξέθρεψε και τώρα με ελαφρώς πιο πολίτικο χειρισμό από αυτόν της νύχτας των μεγάλων μαχαιριών, φροντίζει να διατηρήσει την νομιμότητα της συμμορίας του αρνούμενος κάθε σχέση με το μέλος που διαπράττει την δολοφονία. Άλλωστε δεν είναι η πρώτη φορά που το κάνει. Ο μεγάλος πατέρας έχει αποδείξει επανειλημμένα ότι μπροστά στην ανάληψη των ευθυνών του φροντίζει να παίρνει τις αποστάσεις του. Πώς να μην το κάνει άλλωστε, αφού αυτός είναι ο πυρήνας της φασιστικής του ιδεολογίας. Ο φασισμός άλλωστε αντέχει στις μεταλλάξεις και προσαρμόζετε με ευκολία στις επιταγές οποιασδήποτε εξουσίας τον ισχυροποιεί.
  
Η Χρυσή Αυγή δεν είναι τίποτε άλλο από ένα μεταμοντέρνο ναζιστικό κράμα που ανά πάσα στιγμή μπορεί να αρνηθεί την ίδια του την ιδεολογία. Η διαφορά είναι ότι πιο παλιά γινόταν για κάποιες τρύπιες νοητές ιδέες, τώρα γίνεται για τα λεφτά.  Όσο και αν φαίνεται περίεργο, η συγκεκριμένη ιδιότητα λειτούργει λυτρωτικά για τους ψηφοφόρους της καθώς δεν απαιτεί κάποια ιδιαίτερη δέσμευση παρά αφήνει αυτούς που την συμπαθούν να πάρουν ότι εγκρίνουν, δεν είναι ανάγκη να συμφωνούν με όλες τις πρακτικές της, μπορούν να κρατήσουν ότι θέλουν. Μια τέτοια ελευθερία είναι ιδιαιτέρως ελκυστική αν αναλογιστούμε τις θυσίες που επιτάσσουν οι πραγματικές ηθικές δεσμεύσεις. Τι είδους στάση είναι αυτή λοιπόν? Σε καμία περίπτωση δεν χαρακτηρίζεται από ανδρεία, από αρχαίο κάλλος, από τον όρο συναγωνιστής που χαρακτηρίζει τις προσφωνήσεις μεταξύ των μελλών στα συνέδρια της Χρυσής Αυγής. Σε καμία περίπτωση δεν θα περιμέναμε από τον Μιχαλολιακο να πιει μονάχος το κώνειο, επιλέγοντας τον θάνατο από την προδοσία της φιλοσοφίας του. Άραγε ποιους ακριβώς επαναστάτες και ακτιβιστές έχουν υπόψη τους όταν αποκαλεί ο ένας τον άλλο «συναγωνιστές», αυτούς που στην πρώτη ευκαιρία αρνούνται τα πάντα και κοιτάζουν πώς να σώσουν το τομάρι τους? Αυτός είναι ο αλτρουισμός του ιδεολόγου? Ολ αυτά βέβαια είναι ψιλά γράμματα για τους ακόλουθους τους καθώς η Χρυσή Αυγή βολεύει, ο καθένας παίρνει ότι θέλει αδιαφορώντας για τα υπόλοιπα, «μου κάνουν τα τρόφιμα που μοιράζουν, τα παίρνω, τι έγινε αν χαράζουν και καμιά σβάστικα στις πλάτες αφρικανών?» 
   
Ο μεγάλος πατέρας λοιπόν, όχι μονό δεν αναγνωρίζει τα ίδια του τα τέκνα, αλλά αποποιείται και των ευθυνών για οποιαδήποτε δράση τους. Από την άλλη, παραμένει πιστός στον πρωτότοκο Κασιδιάρη που η ξεπλυμένη και γυαλισμένη lifestyle εικόνα του ταιριάζει γάντι στο ανανεωμένο σοβαρό προφίλ της Χρυσής Αυγής. Το πρότυπο του άνδρα και μεγάλου πατέρα αρχίζει να χωλαίνει και μαζί του ο ορισμός του ματσισμου που έχει ποτίσει την ελληνική κοινωνία με την Χρυσή αυγή ν’αποτελεί την πιο ακραία του έκφραση. Το πρότυπο του Έλληνα άνδρα, του παλικαριού που υπερασπίζετε την πατρίδα φυλάσσοντας γριούλες από την εγκληματική δράση των μεταναστών λες κ είναι πρόσκοπος που υπηρετεί το κοινό κάλο, είναι το μοντέλο του σύγχρονου Έλληνα άντρα και η χρυσή αυγή αποτελεί την οικογένεια του. Ενός άνδρα σαν τον Κασσιδιάρη που ρίχνει μπουνιές σε γυναίκες στα πλατό, που απειλεί να λιντσάρει βουλευτές, να τους πλακώσει στις «φάπες», που ταυτίζεται με το μίσος μόνο όταν αυτό παραμένει στις απειλές και τα μαχαιρώματα μεταναστών, υποδεέστερων πλασμάτων, αναλώσιμων. Όταν καλείτε να υποστηρίξει και να μείνει πιστός στις αρχές του, τότε μεταλλάσετε, αποποιείται των ευθυνών, ξεχνά μονομιάς τον πολιτικό ακτιβισμό. Φυσικά και δεν μιλάμε για ανδρική ωριμότητα παρά για μια παιδική ασυδοσία, μια αίσθηση άτρωτου που υποστηρίζεται από έναν υποτιθέμενο ισχυρό πατέρα και μια μητέρα που φροντίζει να παινεύει τα θαρραλέα της παιδιά που δεν διστάζουν να τα βάλουν με το σάπιο σύστημα και τους διεφθαρμένους πολιτικούς μόνο και μόνο για να διασφαλίσουν την συμπάθεια και την αποδοχή των μελών της οικογένειας. Πρόκειται για μια νοσηρή συνθήκη που αποτελεί το δομικό υλικό της ελληνικής οικογένειας και τώρα έρχεται να δηλώσει την αυταρχική της παρουσία με ακραία βία που συνδυάζεται και από κοινοβουλευτική εκπροσώπηση. Η Χρυσή Αυγή είναι το κομμάτι της Ελληνικής οικογένειας που διατηρεί τις πόρτες κλειστές, κρύβοντας επιμελώς το τρομακτικό της πρόσωπο από τα βλέμματα τρίτων.  
  
Η ελληνική κοινωνία χαρακτηρίζεται από την οικογενειοκρατία, κάτι που αποδεικνύεται από την συμμέτοχη συγκεκριμένων οικογενειών στα πολιτικά τεκταινόμενα τα τελευταία τουλάχιστον 50 χρόνια. Η κάθε οικογένεια είναι φορέας συγκεκριμένης ηθικής η οποία μάχεται με τις υπόλοιπες οικογενειακές ηθικές για επικράτηση. Αυτή που επιβιώνει είναι η επικρατούσα, μια οικογένεια-κομμα που φροντίζει τα μέλη της. Έτσι ζούσαμε… Όταν μας βολεύει η ανήθικη δράση και λειτουργία της ίδιας μας της οικογένειας τότε μας βολεύει και η ανήθικη δράση μιας μεγαλύτερης οικογένειας που μπορεί να ονομάσουμε και κόμμα, αυτός είναι ο μηχανισμός που ξέρουμε, αυτός είναι ο μηχανισμός που εμπιστευόμαστε. Όταν ο μηχανισμός καταρρέει δεν γίνεται να καταρρεύσουμε κι εμείς, θα φτιάξουμε μια διαφορετική οικογένεια, καλύτερη από την προηγούμενη, που στην ανάγκη, αν δεν ακούγεται η επιθυμία της, φροντίζει να την επιβάλει με μαχαιριές…




Παρασκευή 27 Σεπτεμβρίου 2013

Αδικώντας τον Ντέιβιντ Φόστερ Γουάλας


  
 Δεν έχω πολύ καιρό που διάβασα Ντέιβιντ Φόστερ Γουάλας, περίπου ένα χρόνο, απλά έχω κάνει αλματώδη πρόοδο και χάρη στις τιμές του Amazon ακόμα μεγαλύτερη. Νομίζω ότι η ανακάλυψη του ήρθε σαν κεραυνός εν αιθρία, όπως και στους περισσότερους άλλωστε. Έχω καταναλώσει πολλές ώρες διαβάζοντας και βλέποντας συνεντεύξεις στο YouTube και νομίζω πως έχω αρχίσει να σχηματίζω μια σχετικά ξεκάθαρη εικόνα. Καλό θα ήταν επίσης να τονίσω πως η επαφή μου με τον Γουαλας ήρθε πέρυσι στις 12 Σεπτέμβρη. Καθώς λοιπόν η «Αμερικανική Λήθη» άρχιζε να με συνεπαίρνει συνειδητοποίησα πως εδώ υπάρχει κάτι μεγάλο, οπότε σταμάτησα κι άρχισα να ψάχνω στο ιντερνετ μπας και βρω ποιος είναι τελικά αυτός ο απίστευτος τύπος, έχει γράψει άλλα βιβλία, έχουν μεταφραστεί στα ελληνικά, είναι σύγχρονος, παλιός, νέος, γέρος, με τι μοιάζει, έχει δώσει συνεντεύξεις και τα σχετικά. Ομολογώ πως η εμφάνιση του είναι κάπως απογοητευτική, κάτι μεταξύ nerd και wannabe 2Pac η κάτι τέτοιο τέλος πάντων. Πέρα από αυτό, έμαθα αμέσως πως αυτοκτόνησε, για την ακρίβεια κρεμάστηκε, στις 12 Σεπτέμβρη του 2008, ώρα 9.30. Την στιγμή που τα μάθαινα ολ αυτά, η ώρα ήταν 09.45, 12 Σεπτέμβριου του 2012. Θα μπορούσε να είναι μια συμπαντική συνωμοσία, η ένα σημάδι από τον θεό, θα μπορούσε…
    
Κάπως έτσι ξεκίνησε η επαφή μου με τα γραπτά του ΝΦΓ οπότε θα παρακαλούσα να μην σχηματιστεί η εντύπωση πως είμαι κάποιος αναγεννημένος χριστιανός που ξαφνικά δέχτηκε τον θεϊκό χρησμό και αποφάσισε να ορκιστεί πίστη στην προσπάθεια να λουστεί το άγιο φως, αν και υπήρξαν στιγμές που ένοιωσα κάτι ανάλογο… Το συγγραφικό μεγαλείο του ΝΦΓ είναι από αυτά τα σπάνια που σε 100 χρόνια ιστορίας εκδόσεων, επανεκδόσεων, αναδημοσιεύσεων, επαναλήψεων και αντιγραφών, ξαφνικά βγαίνει ένας και λες, «εδώ έγινε το μεγάλο μπαμ...» Τελικά αυτός ο ένας αυτοκτονεί και η χαρά κομματάκι περιορίζεται. Αρκετά όμως με την εισαγωγή, στο θέμα μας.
     
Μετά την τραγική κατάληξη του ΝΦΓ υπήρξε ένα χειμαρρώδες ξέσπασμα από άρθρα που προσπαθούσαν μέσα από την ενδελεχή έρευνα του συγγραφικού του υλικού, των σημειώσεων και των συνεντεύξεων που είχε δώσει να βρεθεί το χρυσό νήμα, η εξήγηση που έκανε ένα τόσο λαμπρό μυαλό να οδηγηθεί στην αυτοκτονία. Η αγωνιά του αναγνωστικού κοινού για απαντήσεις συμπυκνώνετε στην βιογραφία του συγγραφέα από τον D.T Max και εκδίδεται μόλις τέσσερα χρόνια μετά τον θάνατο του. Δεν ξέρω αν έχει υπάρξει ανάλογο παράδειγμα στην ιστορία της λογοτεχνίας όπου μια βιογραφία εκδίδεται σε τόσο σύντομο χρονικό διάστημα από το θάνατο του συγγραφέα.
   Στο βιβλίο του  D.T Max «Every Love Story Is a Ghost Story», γίνονται λεπτομερείς αναφορές στις κρυφές πτυχές που δημιούργησαν το πορτρέτο του ΝΦΓ ως συγγραφέα και ως άνθρωπου χωρίς να παραλείπετε η σχέση του με τις θεραπευτικές κοινότητες και τις μυριάδες απόπειρες ευρέσεως μιας μαγικής φαρμακευτικής αγωγής που θα τον γλίτωνε από την βαριά «αρρώστια» της κατάθλιψης. Κάτι τέτοιο προβάλλεται σαν την βασική αιτία θανάτου από το μεγαλύτερο ποσοστό των άρθρων που κυκλοφορούν στον ιντερνετ και εδώ εντοπίζεται η βασική μου ένσταση. Θεωρώ την αιτιολογία της κατάθλιψης σαν κάτι παραπάνω από προσβλητική. Το βασικό κίνητρο της τέχνης του ΝΦΓ είχε να κάνει με την προσπάθεια απόδρασης από την ταμπέλα κατάθλιψη οπότε οποιαδήποτε αναφορά σε κάτι σχετικό θα μπορούσε να θεωρηθεί ως ύβρη η άγνοια για το περιεχόμενο των κειμένων του. Η φράση «Fiction's about what it is to be a fucking human being» συνοψίζει την ανάγκη του ν’ αποδράσει από την ερμηνευτική καταστολή που υφίσταται κάποιος όταν υποκύπτει στον όρο κατάθλιψη. Είναι μια φράση κραυγή για την αλλαγή του ανθρώπου σε κάτι μη ανθρώπινο, μια αυτόματη μηχανή, μια βιοχημικά καλά ρυθμισμένη λειτουργία, οτιδήποτε πέρα από το ανθρώπινο, οτιδήποτε πέρα από τον λόγο και την έκφραση.
   
Λέγοντας ότι κάποιος πάσχει από κατάθλιψη εννοούμε πως ο ίδιος είναι μια κατάθλιψη, δηλαδή, είναι ένα συνονθύλευμα συμπτωμάτων που κατά DSM (Diagnostical and statistical manual of psychiatry) σημαίνει, καταθλιπτική διάθεση, έλλειψη απόλαυσης και ενδιαφέροντος για οποιαδήποτε δραστηριότητα, απώλεια η αύξηση σωματικού βάρους, υπνηλία η αϋπνία, ψυχοκινητική επιβράδυνση, συναίσθημα αναξιότητας και τέλος αυτοκτονικός ιδεασμός. Κατά την γνώμη μου, θα ήταν αδύνατο για μια φύση σαν αυτή του ΝΦΓ να περιοριστεί στον παραπάνω χαρακτηρισμό.
     Το να προσπαθήσουμε να συμπυκνώσουμε την ατομικότητα σε ορισμούς όπως η κατάθλιψη διαπράττουμε ένα βασικό σφάλμα, περιορίζουμε τον λόγο. Αν αφαιρούσαμε τον χαρακτηρισμό κατάθλιψη σαν την μαγική εξήγηση, τότε αυτόματα η δουλειά μας δυσκολεύει καθώς  θα έπρεπε ν’ αφοσιωθούμε και απλά ν’ ακούσουμε την ατομικότητα του καθενός η οποία παίρνει έκταση ανάλογη με αυτή των γλωσσικών του δυνατοτήτων. Στον ΝΦΓ κάτι τέτοιο είναι υπερδιογκωμένο φτάνοντας σε σημείο να κάνει αναφορές με την μορφή υποσημειώσεων στην ίδια του την σκέψη, σαν να έχει δυο φωνές (καμιά φορά και παραπάνω), σαν να θέλει να μας πείσει ότι το νόημα δεν σταματά ποτέ, η σκέψη δεν σταματά ποτέ αν φτάσεις τις δυνατότητες της γλώσσας στα επίπεδα που ο ίδιος είχε φτάσει. Όταν περιορίζουμε όλη του την συμπεριφορά και την τραγική του κατάληξη στο αίτιο της κατάθλιψης είναι σαν να απαξιώνουμε πλήρως αυτά που είπε και έγραψε, σαν να αγνοούμε όλες τις φανταστικές δυνατότητες που είχε να βυθίζετε σε άγνωστα πεδία του εσωτερικού κόσμου και να βγαίνει (φυσικά όχι ανέπαφος), με δικό του προσωπικό. Με λίγα λόγια, δεν ήταν η κατάθλιψη, ήταν μια προσπάθεια, μια πάλη για την ακρίβεια, ενάντια στον γλωσσικό περιορισμό που επιβάλει ο όρος κατάθλιψη και οι τυποποιημένες κατηγορίες που χρησιμοποιούμε για να περιορίσουμε την σκέψη και να οργανώσουμε την καθημερινή μας επικοινωνία. Έχω την εντύπωση ότι αν μπορούσαμε να συνοψίσουμε την φιλοσοφία του Γουαλας σε ένα σύνθημα η ένα απόφθεγμα θα ήταν, «μην αρκείσαι στην επικρατούσα κατηγοριοποίηση, στις έννοιες που επικρατούν για να περιγράφουν τα φαινόμενα, ανακάλυψε δικά σου, δημιούργησε την προσωπική σου γλώσσα».
    
Η γλώσσα άλλωστε είναι η θρησκεία του ΝΦΓ, κάτι που αναφέρεται και στην βιογραφία του, «δεν πρόκειται για μια ανακάλυψη του τροχού, αλλά για έναν εκμοντερνισμό της θέσης του Wittgenstein ότι τα όρια ενός ανθρώπου καθορίζονται από τα όρια της γλώσσας του». Ο Γουαλας εναντιώνεται σε οτιδήποτε περιορίζει την επικοινωνία, σε οτιδήποτε στραγγίζει τον άνθρωπο από την ανθρώπινη σύσταση του πετσοκόβοντας τις γλωσσικές του δυνατότητες. Η μοναδική ικανότητα που είχε αναπτύξει να μπορεί όχι μόνο να παρατηρεί με τεράστια ακρίβεια την ίδια του την σκέψη, αλλά και να την καταγράφει δημιουργώντας μυθιστορήματα όπως το «Infinite Jest» βασίζετε στην ανάγκη να επικοινωνήσει μέχρι τελευταίας λεπτομέρειας τον εσωτερικό του κόσμο αποδεικνύοντας ότι δεν είναι μόνο μια κατάθλιψη αλλά πολλά παραπάνω.
    
 Η ανάγκη της δημιουργίας μιας εντελώς προσωπικής γλώσσας για την ερμηνεία και επικοινωνία όσων νιώθεις και όσων βλέπεις μπορεί να οδηγήσει στην συγγραφή... η και στην ψυχανάλυση. Ο ΝΦΓ επέλεξε και τις δυο μεθόδους κλείνοντας σαφέστατα προς την πρώτη. Η ψυχανάλυση και η λογοτεχνία έχουν ένα κοινό σημείο, προσεγγίζουν το άτομο ως ξεχωριστή οντότητα με την δική του ιστορία και τα προσωπικά του βιώματα. Μπορεί σε μια ψυχαναλυτική συνεδρία ο όρος κατάθλιψη να είναι αποδεκτός, πρέπει όμως να υπάρχει ο απαραίτητος χρόνος και η απαραίτητη συζήτηση έτσι ώστε να ξεδιπλωθεί η ιστορία του καθενός, να γίνουν αντιληπτές οι ατομικές ιδιαιτερότητες και τα αίτια του αδιεξόδου. Μπορεί στην πρώτη συνεδρία να είναι εύκολο να δώσεις τον χαρακτηρισμό κατάθλιψη, αλλά καθώς ο καιρός περνά, η ατομικότητα ξεπερνά τον ορισμό. Η υπέρβαση της κατάθλιψης επιτυγχάνεται με την καλλιέργεια της γλώσσας, άλλωστε τι παραπάνω είναι η ψυχανάλυση από μια γλωσσική θεωρία με τις έννοιες και τους κανόνες της. Ο ΝΦΓ το γνώριζε...
    
Στο κείμενο που περιλαμβάνεται στην «Αμερικανική Λήθη» με τον τίτλο «Παλιό καλό Νέον» ο συγγραφέας παρεμβαίνει στην ψυχαναλυτική συνθήκη μέσα από τους διαλόγους με τον Δρ Γκουσταφσον. Ένα κείμενο που ξεπερνά σε ενδιαφέρον και ακρίβεια πολλές από τις σύγχρονες κλινικές αναφορές στην διαδικασία της ψυχοθεραπείας. Η περιγραφή των συνεδριών, πέρα από απολαυστική, δείχνει ξεκάθαρα την σύγκρουση δυο διαφορετικών γλωσσικών φιλοσοφιών, την ψυχαναλυτική και την προσωπική του συγγραφέα, ας την πούμε λογοτεχνική σε μια προσπάθεια να ονοματίσουμε τους «αντιπάλους». Μεταξύ ψυχαναλυτή και κεντρικού χαρακτήρα εκτυλίσσετε μια ερμηνευτική μάχη, το στοίχημα είναι ποιος θα καταφέρει να ερμηνεύσει  ποιον, ποιος θα καταφέρει να κατηγοριοποιήσει ποιον. Η λύση τελικά δεν δίνεται καθώς ο ψυχαναλυτής πεθαίνει, μια Καφκικη εφεύρεση που μετά από την περιστρεφόμενη αναζήτηση για την λύση του προβλήματος ο θάνατος προβάλει σαν τον τελικό ερμηνευτή.  Στο «Παλιό καλό Νέον» ο κεντρικός χαρακτήρας πασχίζει να ερμηνεύσει και να κατατάξει τον ψυχαναλυτή πριν το κάνει  αυτός σ εκείνον. Η θεραπευτική ουσία μιας τέτοιας σύγκρουσης έχει την αξία της καθώς βλέπουμε τον χαρακτήρα πιστό στα ραντεβού του και στα χρονικά διαγράμματα πηγαίνοντας στις συνεδρίες για πάνω από ένα χρόνο. Το πρόβλημα που παρουσιάζεται είναι πως η ψυχαναλυτική γλώσσα δεν ήταν αρκετή για να δώσει τις απαραίτητες απαντήσεις με αποτέλεσμα να τον βυθίζει όλο και πιο βαθειά σ’ έναν εσωτερικό διάλογο προσπαθώντας ν ανακαλύψει ο ίδιος τον τρόπο να εκφραστεί και να επικοινωνήσει αυτά που σκέπτεται. Το συμπέρασμα είναι πως ο λόγος δεν είναι ποτέ αρκετός για να εκφράσει την σκέψη και πως ο καθημερινός λόγος είναι τόσο περιοριστικός που βυθίζει τον χαρακτήρα σ’ ένα σκληρό καθεστώς υπαρξιακής μοναξιάς, «What goes on inside is just too fast and huge and all interconnected for words to do more than barely sketch the outlines of at most one tiny little part of it at any given instance». Αυτό το οδυνηρό συμπέρασμα οδηγεί τον ΝΦΓ στην εγκατάλειψη της ψυχαναλυτικής θεωρίας και τη φυγή προς την συγγραφή. Ο Δρ Γκουσταφσον πεθαίνει και μαζί του πεθαίνει η ελπίδα της ψυχανάλυσης ως λύση. Η απώλεια της λύσης, το αδιέξοδο και η αδυναμία εύρεσης νοήματος από μέρος τους κεντρικού χαρακτήρα εκφράζεται και αυτή με τον θάνατο, για την ακρίβεια με την αυτοκτονία, μια πιθανή μαντεψια από μέρους του συγγραφέα, ίσως και μια ενδόμυχη απειλή που βρήκε τρόπο να ομολογηθεί με λέξεις. Το τελευταίο καταφύγιο μετά την ψυχανάλυση και μια πλειάδα new age μεθόδων είναι η συγγραφή. Ο προφορικός λόγος είναι ένας περιορισμένος τρόπος για να εκφράσει τα εσωτερικά του ζητήματα, για κάποιους είναι αρκετός, γι’ άλλους δεν είναι και ίσως αυτό ν’ αποτελεί μια από τις βασικές αφετηρίες της λογοτεχνίας σ’ όλο της το φάσμα. Το τραγικό του τέλος είναι η απόδειξη ότι ούτε η λογοτεχνία και ο γραπτός λόγος μπορούσαν να τον κρατήσουν στην ζωή...
    
 Πέρα από την ανάγκη του ΝΦΓ να κάνει χρήση της γραφής ως το απόλυτο μέσο έκφρασης απορρίπτοντας τον προφορικό λόγο ως περιοριστικό υπάρχει και κάτι ακόμα πιο ενδιαφέρον στο «Παλιό καλό Νέον». Είναι η καταγραφή της «ερμηνευτικής μάχης» που αποτελεί την ακρογωνιαία λίθο της πάλης του κάθε ατόμου να μην κατηγοριοποιηθεί και ερμηνευτεί από τους φορείς εξουσίας. Με τον όρο φορείς εξουσίας εννοώ τις κοινωνικές δομές που διαθέτουν την δύναμη να ορίζουν τους κανόνες, συμπεριφωρικους και λεκτικούς. Μερικοί από αυτούς είναι η οικογένεια, το σχολείο, η εκκλησία, το κράτος, η επιστήμη και στην περίπτωση μας η ιατρική.
   
Για να γίνει πιο κατανοητό, ας ξεκινήσουμε με την αρχή ότι οποιαδήποτε μορφή κατηγοριοποίησης είναι μια μορφή εφαρμογής της εξουσίας και θα εξηγήσω τι εννοώ. Σύμφωνα με τον Βρετανό ψυχαναλυτή Ντόναλντ Γουινικοτ η κατηγοριοποίηση των αντικειμένων γύρω μας είναι μια διαδικασία που ξεκινά από την πρώιμη βρεφική ηλικία και έχει σαν βασικούς φορείς τους γονείς και το οικογενειακό περιβάλλον. Η ονομασία αντικειμένων μας βοηθά να ορίσουμε μια κοινά αποδεκτή πραγματικότητα κάτω από την οποία καλούμαστε να ζήσουμε και να δημιουργήσουμε. Το βρέφος αρχίζει να μιλά και να μαθαίνει τα ονόματα των αντικειμένων, να ξεχωρίζει το τραπέζι από την καρέκλα και άλλα καθημερινά αντικείμενα, στην αρχή μέσο της βλεματικης επαφής (νεύμα η έκφραση επιβεβαίωσης) από τους γονείς, καθώς η γλώσσα ακόμα δεν έχει δημιουργηθεί. Το απαραίτητο του γονέα, που στην ουσία είναι αυτός που κατέχει τις κατηγορίες του κόσμου είναι η μετάδοση τους στο βρέφος και η τελική του διαμόρφωση σε ενήλικο, δηλαδή σ’ ένα ων που αντιλαμβάνεται την κοινά αποδεκτή πραγματικότητα και κινείται μέσα σε αυτή. Ο ρόλος του γονέα είναι αυτός της επικύρωσης αν κάτι είναι σωστό και κάτι όχι, του χεριού που επαναφέρει από την ρευστή σύσταση των κατηγοριών που έχει προσχηματίσει το παιδί σε μια συμπαγή κοινά αποδεκτή κατηγορία μιας κοινωνικής πραγματικότητας. Ένα ανάλογο θέμα πραγματεύεται και η ταινία «Κυνόδοντας» στην προσπάθεια να εξηγήσει πως αν σ ένα απομονωμένο περιβάλλον, ένα κλειστό σύστημα χωρίς εξωτερικά ερεθίσματα (οικογενειακό περιβάλλον), οι κατηγορίες διαμορφώνονται από την θετική η αρνητική ενίσχυση αυτού που κατέχει την εξουσία και την δύναμη να επιβεβαιώσει αν τα γεννητικά όργανα λέγονται «πληκτρολόγιο» η αν το αεροπλάνο μεταμορφώνετε σε ένα πλαστικό αεροπλανάκι που πέφτει στο γρασίδι του κήπου.
    
Η κατηγοριοποίηση είναι μια απαραίτητη κατάσταση η οποία ξεκινά από νωρίς και μας συντροφεύει για πάντα, είναι μια προσπάθεια οργάνωσης και δημιουργίας ενός εξωτερικού κόσμου. Το βρέφος «κλείνει» η παγιώνει τις κατηγορίες μέσο της αρνητικής η θετικής ενίσχυσης από τον γονέα, αν ο γονιός δεχτεί ότι μια λέξη είναι η απαραίτητη για την περιγραφή ενός αντικειμένου, τότε η επανάληψη ωθεί το βρέφος  σε μια σταθερή και απαράλλακτη λεκτική δημιουργία. Ο ρόλος του γονέα σηματοδοτεί για το παιδί την πρώτη επαφή με την εξουσία που στην πορεία μετουσιώνεται και παραλαμβάνεται από φορείς όπως το σχολείο και το κράτος, φορείς δηλαδή που έχουν την δύναμη να ορίσουν αν κάτι πρέπει να γίνεται η να ονομάζεται με ένα συγκεκριμένο τρόπο.
    
Τα πράγματα βέβαια είναι σχετικά απλά με την κατηγοριοποίηση του εξωτερικού κόσμου η του κόσμου των αντικειμένων. Για την οργάνωση του εσωτερικού κόσμου κρίνεται απαραίτητη η κατηγοριοποίηση των ψυχικών διεργασιών και των συναισθημάτων έτσι ώστε να επιτυγχάνεται η επικοινωνία σε μια κοινή βάση. Όταν γεννιούνται ερωτήματα για το ποιος είμαι, η τι είναι αυτό που νιώθω τότε οι απαντήσεις έρχονται συνήθως από τους άλλους, στην προκείμενη από τους γονείς. Οι γονείς μας λένε ποιοι είμαστε η μας εξηγούν τι είναι το κάθε συναίσθημα που  νιώθουμε και προσπαθούμε να περιγράψουμε, αργότερα αποδεχόμαστε η απορρίπτουμε τους τρόπους με τους οποίους μας έχουν προσδιορίσει. Κατά την πορεία μας μπορεί να αφαιρέσουμε από τον εαυτό μας την αλλότρια ταυτότητα που οι γονείς μας έχουν εξοπλίσει και να δημιουργήσουμε με τις πράξεις και τις επιλογές μας μια προσωπική. Πέρα από αυτό, είναι κάτι παραπάνω από δεδομένο, ότι η πρώτη κοινωνική ταυτότητα στην ουσία επιβάλλεται, μαθαίνουμε να είμαστε αυτό που οι άλλοι μας επιβάλλουν.
    
Για πολλά χρόνια οι παραπάνω εσωτερικές διεργασίες ήταν αντικείμενο περιγραφής και διερεύνησης των φιλοσόφων, λογοτεχνών και ποιητών, κάτι τέτοιο αλλάζει με την εμφάνιση του Σίγκμουντ Φρόιντ και την δημιουργία της ψυχανάλυσης, η οποία έρχεται να συμπυκνώσει την φιλοσοφική γνώση κατασκευάζοντας μια σύνθετη γλώσσα για την κατηγοριοποίηση των εσωτερικών διεργασιών. Ενώ λοιπόν η κατηγοριοποίηση αντικειμένων του εξωτερικού κόσμου όπως μια καρέκλα η ένα τραπέζι είναι κάτι σχετικά εύκολο και λιγότερο αμφισβητήσιμο, η κατηγοριοποίηση ενός εσωτερικού συναισθήματος όπως η θλίψη κινείται σε μια πιο ιδιωτική σφαίρα. Η ψυχανάλυση έρχεται να δώσει λόγο και λέξεις σε εσωτερικές ψυχικές διεργασίες που μέχρι τότε δεν είχαν όνομα, η το όνομα τους εξαρτιόταν από την προσωπική εσωτερική αναζήτηση και δημιουργική δυνατότητα του καθενός. Κάτι ανάλογο κάνουν οι ποιητές, βουτούν στον εσωτερικό τους κόσμου και τον φέρνουν στην επιφάνεια με την μορφή λόγου, του δίνουν φωνή ελευθερώνοντας τον από την εσωτερική σιωπή του. Δεν είναι άλλωστε τυχαίο πως ο Φρόιντ δήλωσε πως «όπου και αν με πήγαν οι θεωρίες μου, βρήκα ότι ένας ποιητής είχε ήδη πάει εκεί». Με λίγα λόγια, η ψυχανάλυση έρχεται σαν ένας μεταφορικός γονέας, σαν ένας «Μεγάλος Άλλος» για να χρησιμοποιήσουμε την Λακανική έκφραση και ονοματοδωτει, κατηγοριοποιεί και κατατάσσει τις εσωτερικές διεργασίες με μια καινούργια γλώσσα που φαίνεται να προσφέρει μια μεθοδολογία η οποία παρέχει στον καθένα μέσω της προσωπικής ανάλυσης, την δυνατότητα οργάνωσης και κατηγοριοποίησης του εσωτερικού του κόσμου. Μέχρι εδώ όλα καλά, που εντοπίζεται όμως η διαφορά μεταξύ της προ- και μετά- ψυχαναλυτικής περιόδου;
    
Μια από της πιο χαρακτηριστικές θέσεις του Μισέλ Φουκώ στην «Ιστορία της Τρέλας» είναι πως η ψυχανάλυση εμφανίζεται ιστορικά στα τέλη του 18ου αιώνα με σκοπό να φέρει στο φως την εσωτερική διεργασία, να βγάλει από το βουβό κέλυφος την εσωτερική φωνή δίνοντας της όνομα και υπόσταση. Ο Φρόιντ δημιούργησε μια διαδικασία όπου η καταπιεσμένη εσωτερική φωνή αποκτούσε λόγο μέσω της ψυχανάλυσης. Δεν υπάρχει τίποτα κακό στην συγκεκριμένη σύλληψη. Το πρόβλημα δημιουργήθηκε εξ αιτίας της ιατρικής του ιδιότητας, κάτι που περιπλέκει τα πράγματα. Η προσπάθεια του γιατρού Φρόιντ και όχι του Φρόιντ λογοτέχνη η φιλοσόφου, έρχεται να επιβάλει έναν ερμηνευτικό περιορισμό και μια κατηγοριοποίηση των εσωτερικών διεργασιών σε ομαλές και ανώμαλες, σε άρρωστες και υγιείς, συμπαγείς κατηγορίες με ιατρική υπόσταση που χρίζουν θεραπείας. Έκανε αυτό που ο Ρόναλντ Ντ. Λάινγκ  στο «Διχασμένο Εαυτό» ονομάζει ως αμυντική θεωρία, «Ο Φρόιντ βυθίστηκε σε μεγάλα βάθη φέρνοντας στην επιφάνεια το κεφάλι της μέδουσας, έπρεπε να δημιουργήσει μια αμυντική θεωρία για να μην παγώσει από το βλέμμα της».
    
Η ψυχαναλυτική μέθοδος φέρνει στο φως την ανθρώπινη υπόσταση αλλά με ένα κόστος, την μετατρέπει σε ιατρική οντότητα και την χρίζει κατάλληλη για θεραπεία.  Σε στενή συνεργασία με τον ψυχιατρικό λόγο μεταμορφώνει το υλικό που είχε αντλήσει  από την  λογοτεχνία και την φιλοσοφία σε μια γλώσσα αρκετά πιο περιεκτική από την ιατρική της εποχής,  αλλά πολύ περιοριστική ως προς την ετερογένεια και τις ατομικές απαιτήσεις του καθενός. Το οιδιπόδειο σύμπλεγμα, οι νευρώσεις και οι υστερίες ήταν οι νέες λέξεις που εισήγαγε σε μια προσπάθεια να ερμηνεύσει και να κατηγοριοποιήσει τα ψυχικά φαινόμενα.  Η επιρροή της ψυχανάλυσης στην σύγχρονη ψυχιατρική δημιουργεί μια νέα γλώσσα βασισμένη σε ιατρικούς ορους που έρχεται να ερμηνεύσει τις εσωτερικές διεργασίες ως παθολογικές η μη παθολογικές. Η ψυχιατρική υιοθετεί μια ιατρική γλώσσα περιγράφοντας την εσωτερική κατάσταση με φτωχούς, συμπτυγμένους ορους που αντλεί από την βιολογία και την νευρολογία, μιλά για συμπτώματα, για βιοχημική ανισσοροπια και ανωμαλία. Σε αυτό το ιστορικό σημείο εμφανίζεται και η κατάθλιψη, σαν μια ιατρική οντότητα με τα χαρακτηριστικά που αναφέρθηκαν στην αρχή.
    
Το ερώτημα είναι καλά ολ’ αυτά, πως όμως συνδέονται με την περίπτωση του ΝΦΓ; Κατά την γνώμη μου, ένας συγγραφέας του μεγέθους του ΝΦΓ, με την θρησκευτική του πίστη στην δύναμη των λέξεων θα ήταν αδύνατο να μην αντιτάξει στην στέρηση της έκφρασης από το συναίσθημα και το βίωμα του ανθρώπου που περιέχετε στον περιοριστικό ψυχιατρικό λόγο, κείμενα σαν το «Παλιό Καλό Νέον» η το πρώιμο «Τhe Depressed Person», μια συγκινητική περιγραφή της ζωης ενός έφηβου που παλεύει με τις εσωτερικές του ανησυχίες. Ο Καμυ θα έλεγε πως ο ΝΦΓ ενσαρκώνει έναν σύγχρονο μεταφυσικό επαναστάτη, έναν χαρακτήρα που η μοναδική του επανάσταση είναι η εσωτερική, ενάντια σε θεσμούς που παρεμβαίνουν αυταρχικά περιορίζοντας το προσωπικό του νόημα επιβάλλοντας κατηγορίες με την δύναμη των λέξεων. Η κατάθλιψη δεν σκότωσε τον ΝΦΓ και η κατάθλιψη δεν ήταν ο ΝΦΓ παρά μόνο ένα κομμάτι του που μέχρι κάποιο σημείο ήταν διαχειρίσιμο. Είναι πράγματι τραγικό να παλεύεις με μια κατηγορία, μ’ ένα χαρακτηρισμό, εκδίδοντας τόνους σπουδαίων κειμένων που φανερώνουν βαθύτατη σκέψη και μοναδική ανάλυση της σύγχρονης πραγματικότητας σε μια προσπάθεια να δείξεις τον δρόμο που ο σύγχρονος άνθρωπος οδηγείτε σε αδιέξοδα χάνοντας τον εαυτό του μέσα σε μια αφθονία από πειρασμούς και πληροφορίες. Είναι επίσης τραγικό να το πετυχαινεις και να μην αναγνωρίζεις στον εαυτό σου την επιτυχία. Τέλος, είναι ακόμα πιο τραγικό να παλεύεις μια ζωή για την έκφραση, την άρνηση της ομαδοποίησης, της κατάταξης σ’ ένα είδος, αυτό να σε σκοτώνει και μετά θάνατον, όταν η δράση πια σταματά, όλο αυτό να γκρεμίζετε περιορίζοντας την ζωή σου στον χαρακτηρισμό του καταθλιπτικού. Αυτό που αφήνει πίσω του ο ΝΦΓ είναι η δυνατότητα επιλογής μεταξύ της πλούσιας γλωσσολογικής δύναμης της λογοτεχνίας η της περιορισμένης ιατρικής ορολογίας για να αντιληφτούμε τις εσωτερικές μας αγωνίες, καλό είναι να ξέρουμε που βρίσκονται οι μύθοι και τα φαντάσματα, άλλωστε, every love story is a ghost story.


Παζάρια με το μισάωρο…

Επιτέλους κατάφερες να βρεις μια δουλειά, ξυπνάς στις 8 και γυρίζεις σπίτι στις 6, κάθε μέρα, εκτός τα σαββατοκύριακα. Είναι μια πραγματικότητα η οποία συμπυκνώνει την ζωή μερικών σύγχρονων «προνομιούχων». Κατ’ αρχήν πρέπει με κάποιο τρόπο να πηγαίνεις στη δουλειά και να γυρίζεις από την δουλειά. Αυτό που σκέφτεσαι συνήθως είναι μια διαδρομή που θα σε κάνει να φτάσεις το συντομότερο. Ακολουθείς ένα κοινότυπο δρομολόγιο που θα μπορούσες να εκτελέσεις ακόμα και τυφλός, γνωρίζοντας τι πρόκειται να δεις κ ν’αντικρίσεις σε κάθε γωνιά του δρόμου. 

Το βλέμμα σου τραβάει ένα πρεζάκι σε ημιλιπόθυμη στάση ή σε στάση που προαπαιτεί μια συγκεκριμένη σωματική κατάσταση που επιτρέπει την όρθια παραμονή σε μια μετέωρη θέση, δηλαδή στο χείλος της πτώσης, αλλά παρ’ όλα αυτά στέκεται ημιορθιος ή σκυφτός ή τελοσπάντων κάτι ακαθόριστο που έχεις μάλλον δει οπότε καταλαβαίνεις τι θέλω να πω. Πέρα από αυτό το φαινοτυπικο μόρφωμα της σωματικής ευλυγισίας που ανάλογα με τα επίπεδα κυνισμού μπορεί να ερμηνευθει ως ανάλαφρο η αστείο, υπάρχουν εικόνες που όσο κυνικά να τις αντιμετωπίσεις, όσο και να τις συνηθίσεις, το ποσοστό απέχθειας είναι σημαντικά μεγαλύτερο. Οι εικόνες εκδορών και πληγών είναι παντού. Είναι τόσες πολλές, που πραγματικά νομίζεις ότι βρίσκεσαι σε εμπόλεμη ζώνη. Με τον καιρό εξοικειώνεσαι αποκτώντας ιατρική περιέργεια μπαίνοντας στο πειρασμό να συγκρίνεις πια απ’ όλες είναι η χειρότερη, μια ξεχωριστή διαστροφή που δημιουργείται από την εξοικείωση με το καθημερινό θέαμα. Μετά από συνεχή ακούσια παρατήρηση καταλήγω στο συμπέρασμα πως τα χειρότερα τα έχει ένα τύπος στην Αιόλου απέναντι από το παλιό metropolis που τώρα έχει γίνει ένας μεγαλοπρεπέστατος φούρνος που φροντίζει να φρικάρει τους πεινασμένους άστεγους που περνούν απ έξω.

 Αυτά όλα τα βλέπεις στιγμιαία καθώς είσαι βιαστικός, γιατί είναι αδύνατο να μην είσαι βιαστικός αν αναλώνεις 8 η παραπάνω ώρες της μέρας σ’ ένα γραφείο κάνοντας αυτό που κάνεις. Το ζήτημα είναι ότι η αγωνία και η βιασύνη τελικά είναι μάταιη καθώς προκύπτουν από το παζάρεμα του μισάωρου, δεν πρόκειται σίγουρα για παραπάνω. Όσο και να βιαστείς, όσο και να τρέξεις ο εγκλωβισμός είναι δεδομένος, σε καμία περίπτωση δεν πρόκειται να κερδίσεις πάνω από μισή ώρα ελεύθερου χρόνου. Εκείνη την στιγμή δεν το σκέφτεσαι καθώς το μόνο που θέλεις είναι να φτάσεις σπίτι νωρίτερα, να παρκάρεις νωρίτερα, να καταφέρεις να φας νωρίτερα έτσι ώστε να έχεις περισσότερο χρόνο να καθίσεις ήρεμος, όσο αυτό είναι δυνατό, να διαβάσεις νέα από το ιντερνετ, να διαβάσεις ένα βιβλίο, να δεις τηλεόραση, να καταφέρεις τελοσπάντων ν’ ανασυνταχτείς γιατί η επόμενη μέρα πρόκειται να είναι ανάλογη με την προηγούμενη κι εσύ κάλο είναι να’ χεις πετύχει μια υποτυπώδη ξεκούραση που θα σου δώσει δύναμη για ένα ακόμα οκτάωρο.

 Μια μεγάλη ουρά στην Αλεξάνδρας πυροδοτεί μια αναταραχή στο χρόνο και μια παρεμπόδιση των ποθητών σχεδίων προκαλώντας εκνευρισμό. Σταματάς σε κάποιο σουπερ μάρκετ, πρέπει να φροντίσεις τι θα μαγειρέψεις, η ουρά στο ταμείο είναι μεγάλη, υπάρχουν άνθρωποι που γέμισαν τα καλάθια τους ασφυκτικά, έχουν τόσα πράγματα που θα τους πάρει πάνω από μισή ώρα να τα περάσουν από τον κυλιόμενο διάδρομο, να χτυπηθούν, να τα βάλουν στις σακούλες, μετά στο καρότσι, να πληρώσουν, να πάρουν ρέστα, να βάλουν τα ψιλά στις ειδικές θήκες του πορτοφολιού με τα φερμουάρ, να πουν ευχαριστώ αν είναι αρκετά ευγενικοί και να φύγουν. Δεν μπορείς να περιμένεις, ψάχνεις ταμείο με λιγότερο κόσμο αλλά είναι όλα γεμάτα, μετράς αυτά που αγόρασες, είναι πάνω από 10, δεν μπορείς να πας στο ταμείο εξπρές, πρέπει να περιμένεις, επιλέγεις την μικρότερη συμφόρηση και τελικά καταλήγεις σε μια ταμία που είναι πολύ αργή, γύρω στα 50. Παρατηρείς τα χέρια της και βλέπεις πως το δέρμα έχει σκάσει μεταξύ αντίχειρα και δείκτη, σαν φαγωμένο από την τριβή, υποθέτεις ότι προκαλείται από τις πλαστικές σακούλες που ανοίγει κάθε μέρα. Σκεφτεσαι πόσες φορές κάνει την ίδια κίνηση και ο αριθμός είναι μεγάλος, θυμάσαι ένα ντοκιμαντέρ που είχες δει με τους εργάτες σε εργοστάσια μαζικής παραγωγής να δουλεύουν με την μέθοδο του rotation γιατί είναι αδύνατο να πραγματοποιούν την ίδια κίνηση αμέτρητες φορές με ακρίβεια μηχανής. Σκέφτεσαι ότι ίσως η δική σου δουλειά είναι πιο δημιουργική και προς στιγμή νιώθεις μια σχετική ικανοποίηση.

 Ο μπροστινός στην ουρά φαίνεται να κινείται με την ησυχία του ενώ εσύ καίγεσαι να προλάβεις το μισάωρο που πια είναι μια βασική διεκδίκηση. Σε εκνευρίζει όλο και περισσότερο καθώς υποθέτεις πως η δική σου ανάγκη προέχει όλων των άλλων αναγκών γιατί το αξίζεις και δούλευες όλη μέρα αδιαφορώντας πλήρως ότι ο μπροστινός είναι στην ανάλογη μοίρα και απλά αποφάσισε να μην αγχώνεται όσο εσύ γιατί δεν αντέχει, οπότε επιλέγει έναν άλλο τρόπο να οργανώσει το χρόνο του. Είστε ομοιοπαθείς, βράζεται στο ίδιο καζάνι, είστε και οι δυο εγκλωβισμένοι αλλά είναι πολύ πιθανό να παίξετε μπουνιές για τον απλούστατο λόγο της ατυχούς συγκυρίας... Έφτασε η ώρα σου, η ταμίας έχει το βλέμμα του υπνωτισμένου, δεν βγάζει κουβέντα παρά περνά τα πράγματα σου από το bar code reader και κάθε φορά ακούς ένα μπιπ, αμέτρητα μπιπ, και από τα άλλα ταμεία, ξαφνικά το μόνο που ακούγεται είναι ένα συνεχές μπιπ απ’ όλα τα ταμεία σαν μια χορωδία μπιπ… Σκεφτεσαι πως αυτό το μπιπ συντροφεύει την ταμία καθ’ όλη τη διάρκεια της ημέρας και της νύχτας και νιώθεις μια συμπάθεια για το κοιμισμένο της βλέμμα. Πληρώνεις αρκετά, σου φαίνονται περισσότερα απ’ όσα είχες υπολογίσει αρχικά και εκνευρίζεσαι γιατί πάντα ξοδεύεις παραπάνω από αυτό που πρέπει.

 Για μια ακόμα φορά βρίσκεσαι ταμπουρωμένος στ’ αυτοκίνητο να καρφώνεις τα μάτια στο φανάρι και υπάρχουν στιγμές που η αγωνία σου για το πράσινο είναι τόσο μεγάλη που μπορεί κάλλιστα να δημιουργήσει την παραίσθηση ότι το κόκκινο είναι πράσινο και απλά να φύγεις αδιαφορώντας για οτιδήποτε άλλο. Όσο περιμένεις οι Πακιστανοί περνούν δίπλα σου άλλες φορές πουλώντας κάτι κ’ άλλες κρατώντας αυτά τα μεγάλα Τ που υποθέτω έχουν κυριολεκτικά ξεπουλήσει και πως η πρόταση για καθαρισμό τζαμιών σ’ ένα βενζινάδικο είναι πια μια απόλυτα ανούσια ή παρωχημένη διαδικασία. Το πρόβλημα είναι πως τώρα δεν αντέχεις ούτε τον Πακιστανό που βρίσκεται στο φανάρι ζητώντας χρήματα με το πρόσχημα να σου καθαρίσει τα τζαμιά. Ας πούμε ότι έχεις ευαισθησίες και αναγνωρίζεις την άθλια κατάσταση του και τον ρόλο του ως το απόλυτο θύμα με αποτέλεσμα να του δίνεις συνήθως χρήματα κάτι που ίσως και να τον βοηθά να επιβιώνει. Το θέμα είναι πως κάποιες μέρες έχεις πει τόσα «ναι», έχεις ανεχτεί να σου κάνουν τόσα πολλά, είναι τόσοι πολλοί αυτοί που ξεπερνούν το όριο που τους βάζεις με αποτέλεσμα να αισθάνεσαι ταπεινωμένος που ποτέ δεν κατάφερες να επιβληθείς. Ο Πακιστανός επιμένει να σου καθαρίσει τα τζάμια και αγνοεί το «όχι» σου, αγνοεί το όριο που βάζεις, είναι η σταγόνα που ξεχειλίζει το ποτήρι, είναι άλλωστε ανώδυνο να πλακώσεις στα μπινελικια ένα Πακιστανό. Ανοίγεις τους υαλοκαθαριστήρες και ρίχνεις νερό στα τζάμια, κερδίζεις τον έλεγχο απέναντι στην αυθάδεια του εισβολέα, τον βρίζεις κοιτάζοντας τον άγρια δείχνοντας ποιος είναι το αφεντικό. Σκεφτεσαι ότι ίσως παραφέρθηκες, μπορείς να καταπιείς την ενοχή και να συνεχίσεις.

 Κατάφερες να φτάσεις σπίτι σου αλλά έχεις ν’ αντιμετωπίσεις μια επιπλέον δυσκολία. Μένεις σε παλιά πολυκατοικία και οι περισσότερες δεν έχουν γκαράζ με αποτέλεσμα να χρειαστεί ίσως να θυσιάσεις το πολύτιμο μισάωρο ψάχνοντας να παρκάρεις. Μου έχει τύχει να μείνω από βενζίνη ψάχνοντας μια ώρα να βρω κάπου να στριμώξω τις λαμαρίνες μου και καθ’ όλη την διάρκεια της αναζήτησης μου περνούσε απ’ το μυαλό να το αφήσω στην μέση του δρόμου και απλά να φύγω χωρίς να μ’ ενδιαφέρει η οποιαδήποτε κατάληξη που θα μπορούσε να είναι ένας γερανός, η ένας φρικαρισμένος οδηγός φορτηγού που ιδρώνει αγριεμένος χτυπώντας την κόρνα του σαν σειρήνα ασθενοφόρου. Γυρνώντας το τετράγωνο υπάρχουν στιγμές που γκαζώνεις παραπάνω από τα νεύρα και νιώθεις πως η ανθρώπινη ζωή, που στην προκείμενη περιορίζεται στον όρο πεζός, δεν έχει καμία αξία και πως πολύ εύκολα θα ξεκλήριζες καμιά δεκαριά από δαύτους γιατί εσύ πρέπει επιτέλους να παρκάρεις ενώ αυτοί σ’ εμποδίζουν και γενικά σ’ εκνευρίζουν μόνο και μόνο που υπάρχουν σαν εμπόδια στην επίτευξη του στόχου σου. Κοκκινίζεις και βρίζεις με την ψυχή σου όταν οι ευγενέστατοι συμπολίτες αραδιάζουν εγκαταλειμμένα μηχανάκια και διαφόρων ειδών αυτοσχέδια αντικείμενα, κούτες, κουβάδες, σίδερα, διαφημιστικές ταμπέλες, καπαρώνοντας θέσεις παρκαρίσματος που δικαιωματικά θα μπορούσαν να προορίζονται για εσένα και πως θα ήθελες τόσο πολύ να τους παρασύρεις κάτω από τις ρόδες σου ακούγοντας κραυγές μετάνοιας, γιατί τελικά δεν έπρεπε να δείχνουν τέτοια αυθαιρεσία καβατζάροντας ένα ολόκληρο πεζοδρόμιο καθώς βρίσκεστε στην ίδια γειτονία και ισχύει ο νόμος όποιος προλάβει κι όχι όποιος πουστικα καπαρώνει θέσεις… 

Όλη σου η αντίδραση περιορίζεται σε μια γκαζια η ένα τρίξιμο από τα λάστιχα και στην ελπίδα ότι στην επόμενη στροφή κάποιο αυτοκίνητο θα ξεπαρκάρει αλλά είναι μάταιο γιατί αυτό που νόμιζες ότι ξεπαρκάρει τελικά παρκάρει, κάτι εμφανές, αν πρόσεχες τα αλαρμ που αναβοσβήνουν. Βλαστημάς την ατυχία σου, σε πρόλαβε άλλος και προσπαθείς να ηρεμήσεις γιατί τελικά θα σκοτώσεις κάποιον στα σίγουρα και πως είναι απλά μια θέση παρκινγκ, δεν αξίζει να χαθούν ζωές. Τελικά παρκάρεις, το στριμώχνεις κάπου καβαλώντας ένα πεζοδρόμιο. Η αγωνία και η λαχτάρα να τελειώνει όλο αυτό σε οδηγεί στην παρανομία, το επόμενο πρωί διπλωμένη κάτω από τους υαλοκαθαριστήρες βλέπεις μια κλήση 80 ευρώ και συνειδητοποιείς πως χρησιμοποιείς το αυτοκίνητο σου για να πας στην δουλειά κερδίζοντας κοντά στα 40 ευρώ και πως μ’ έναν πρόχειρο υπολογισμό η βενζίνη που έκαψες ήταν κοντά στα 5 ευρώ και η κλίση στα 80, δηλαδή 85 ευρώ σύνολο, μια κατάσταση που μόνο συμφέρουσα δεν μπορεί να χαρακτηριστεί.

 Μάλλον έχει γίνει αρκετά ξεκάθαρο πως είμαι από αυτούς που γκρινιάζουν γιατί δουλεύουν χωρίς φυσικά να περιορίζω την γκρίνια μου στο γεγονός της δουλειάς αλλά να επεκτείνομαι σε ζητήματα που δημιουργούνται από την συνθήκη της δουλειάς. Μπορείς απλά να με πεις γκρινιάρη, κακομαθημένο, βολεμένο η οτιδήποτε και να τελειώνεις... Μπορείς επίσης ν’ αναρωτηθείς σχετικά με το φαινόμενο και την πηγή της γκρίνιας μου. Είναι πολύ πιθανό να διαπιστώσεις πως τελικά υπάρχουν άνθρωποι που έχουν δουλειά αλλά γκρινιάζουν γιατί δουλεύουν πολύ, πληρώνονται λίγο και γενικά οι συνθήκες δεν είναι οι καλύτερες. Από την άλλη, αυτοί που δεν έχουν δουλειά, θέλουν μια δουλειά για να μοιάσουν σε αυτούς που έχουν δουλειά έτσι ώστε να διευκολυνθεί η καθημερινότητα τους, να επιτευχτεί η επιβίωση και να ταυτιστούν επιτέλους με το κοινωνικό πρότυπο της λειτουργικότητας, της παραγωγικότητας και ούτω καθεξής. Η απόκλιση των προτιμήσεων δημιουργεί μια σύγχυση σχετικά με τις προσδοκίες και την γενικότερη ιεραρχία της ευτυχίας. Αυτό που θέλω να πω είναι πως αν αυτός που έχει δουλειά είναι δυστυχής γιατί δουλεύει και αυτός που δεν έχει δουλειά ζηλεύει τον ήδη δυστυχισμένο και πιεσμένο τότε υπάρχει ένα ουσιαστικό πρόβλημα και αυτό είναι η ίδια η συνθήκη της δουλειάς που καθορίζει απόλυτα τον βαθμό ευτυχίας. Αυτά…