Παρασκευή 27 Σεπτεμβρίου 2013

Παζάρια με το μισάωρο…

Επιτέλους κατάφερες να βρεις μια δουλειά, ξυπνάς στις 8 και γυρίζεις σπίτι στις 6, κάθε μέρα, εκτός τα σαββατοκύριακα. Είναι μια πραγματικότητα η οποία συμπυκνώνει την ζωή μερικών σύγχρονων «προνομιούχων». Κατ’ αρχήν πρέπει με κάποιο τρόπο να πηγαίνεις στη δουλειά και να γυρίζεις από την δουλειά. Αυτό που σκέφτεσαι συνήθως είναι μια διαδρομή που θα σε κάνει να φτάσεις το συντομότερο. Ακολουθείς ένα κοινότυπο δρομολόγιο που θα μπορούσες να εκτελέσεις ακόμα και τυφλός, γνωρίζοντας τι πρόκειται να δεις κ ν’αντικρίσεις σε κάθε γωνιά του δρόμου. 

Το βλέμμα σου τραβάει ένα πρεζάκι σε ημιλιπόθυμη στάση ή σε στάση που προαπαιτεί μια συγκεκριμένη σωματική κατάσταση που επιτρέπει την όρθια παραμονή σε μια μετέωρη θέση, δηλαδή στο χείλος της πτώσης, αλλά παρ’ όλα αυτά στέκεται ημιορθιος ή σκυφτός ή τελοσπάντων κάτι ακαθόριστο που έχεις μάλλον δει οπότε καταλαβαίνεις τι θέλω να πω. Πέρα από αυτό το φαινοτυπικο μόρφωμα της σωματικής ευλυγισίας που ανάλογα με τα επίπεδα κυνισμού μπορεί να ερμηνευθει ως ανάλαφρο η αστείο, υπάρχουν εικόνες που όσο κυνικά να τις αντιμετωπίσεις, όσο και να τις συνηθίσεις, το ποσοστό απέχθειας είναι σημαντικά μεγαλύτερο. Οι εικόνες εκδορών και πληγών είναι παντού. Είναι τόσες πολλές, που πραγματικά νομίζεις ότι βρίσκεσαι σε εμπόλεμη ζώνη. Με τον καιρό εξοικειώνεσαι αποκτώντας ιατρική περιέργεια μπαίνοντας στο πειρασμό να συγκρίνεις πια απ’ όλες είναι η χειρότερη, μια ξεχωριστή διαστροφή που δημιουργείται από την εξοικείωση με το καθημερινό θέαμα. Μετά από συνεχή ακούσια παρατήρηση καταλήγω στο συμπέρασμα πως τα χειρότερα τα έχει ένα τύπος στην Αιόλου απέναντι από το παλιό metropolis που τώρα έχει γίνει ένας μεγαλοπρεπέστατος φούρνος που φροντίζει να φρικάρει τους πεινασμένους άστεγους που περνούν απ έξω.

 Αυτά όλα τα βλέπεις στιγμιαία καθώς είσαι βιαστικός, γιατί είναι αδύνατο να μην είσαι βιαστικός αν αναλώνεις 8 η παραπάνω ώρες της μέρας σ’ ένα γραφείο κάνοντας αυτό που κάνεις. Το ζήτημα είναι ότι η αγωνία και η βιασύνη τελικά είναι μάταιη καθώς προκύπτουν από το παζάρεμα του μισάωρου, δεν πρόκειται σίγουρα για παραπάνω. Όσο και να βιαστείς, όσο και να τρέξεις ο εγκλωβισμός είναι δεδομένος, σε καμία περίπτωση δεν πρόκειται να κερδίσεις πάνω από μισή ώρα ελεύθερου χρόνου. Εκείνη την στιγμή δεν το σκέφτεσαι καθώς το μόνο που θέλεις είναι να φτάσεις σπίτι νωρίτερα, να παρκάρεις νωρίτερα, να καταφέρεις να φας νωρίτερα έτσι ώστε να έχεις περισσότερο χρόνο να καθίσεις ήρεμος, όσο αυτό είναι δυνατό, να διαβάσεις νέα από το ιντερνετ, να διαβάσεις ένα βιβλίο, να δεις τηλεόραση, να καταφέρεις τελοσπάντων ν’ ανασυνταχτείς γιατί η επόμενη μέρα πρόκειται να είναι ανάλογη με την προηγούμενη κι εσύ κάλο είναι να’ χεις πετύχει μια υποτυπώδη ξεκούραση που θα σου δώσει δύναμη για ένα ακόμα οκτάωρο.

 Μια μεγάλη ουρά στην Αλεξάνδρας πυροδοτεί μια αναταραχή στο χρόνο και μια παρεμπόδιση των ποθητών σχεδίων προκαλώντας εκνευρισμό. Σταματάς σε κάποιο σουπερ μάρκετ, πρέπει να φροντίσεις τι θα μαγειρέψεις, η ουρά στο ταμείο είναι μεγάλη, υπάρχουν άνθρωποι που γέμισαν τα καλάθια τους ασφυκτικά, έχουν τόσα πράγματα που θα τους πάρει πάνω από μισή ώρα να τα περάσουν από τον κυλιόμενο διάδρομο, να χτυπηθούν, να τα βάλουν στις σακούλες, μετά στο καρότσι, να πληρώσουν, να πάρουν ρέστα, να βάλουν τα ψιλά στις ειδικές θήκες του πορτοφολιού με τα φερμουάρ, να πουν ευχαριστώ αν είναι αρκετά ευγενικοί και να φύγουν. Δεν μπορείς να περιμένεις, ψάχνεις ταμείο με λιγότερο κόσμο αλλά είναι όλα γεμάτα, μετράς αυτά που αγόρασες, είναι πάνω από 10, δεν μπορείς να πας στο ταμείο εξπρές, πρέπει να περιμένεις, επιλέγεις την μικρότερη συμφόρηση και τελικά καταλήγεις σε μια ταμία που είναι πολύ αργή, γύρω στα 50. Παρατηρείς τα χέρια της και βλέπεις πως το δέρμα έχει σκάσει μεταξύ αντίχειρα και δείκτη, σαν φαγωμένο από την τριβή, υποθέτεις ότι προκαλείται από τις πλαστικές σακούλες που ανοίγει κάθε μέρα. Σκεφτεσαι πόσες φορές κάνει την ίδια κίνηση και ο αριθμός είναι μεγάλος, θυμάσαι ένα ντοκιμαντέρ που είχες δει με τους εργάτες σε εργοστάσια μαζικής παραγωγής να δουλεύουν με την μέθοδο του rotation γιατί είναι αδύνατο να πραγματοποιούν την ίδια κίνηση αμέτρητες φορές με ακρίβεια μηχανής. Σκέφτεσαι ότι ίσως η δική σου δουλειά είναι πιο δημιουργική και προς στιγμή νιώθεις μια σχετική ικανοποίηση.

 Ο μπροστινός στην ουρά φαίνεται να κινείται με την ησυχία του ενώ εσύ καίγεσαι να προλάβεις το μισάωρο που πια είναι μια βασική διεκδίκηση. Σε εκνευρίζει όλο και περισσότερο καθώς υποθέτεις πως η δική σου ανάγκη προέχει όλων των άλλων αναγκών γιατί το αξίζεις και δούλευες όλη μέρα αδιαφορώντας πλήρως ότι ο μπροστινός είναι στην ανάλογη μοίρα και απλά αποφάσισε να μην αγχώνεται όσο εσύ γιατί δεν αντέχει, οπότε επιλέγει έναν άλλο τρόπο να οργανώσει το χρόνο του. Είστε ομοιοπαθείς, βράζεται στο ίδιο καζάνι, είστε και οι δυο εγκλωβισμένοι αλλά είναι πολύ πιθανό να παίξετε μπουνιές για τον απλούστατο λόγο της ατυχούς συγκυρίας... Έφτασε η ώρα σου, η ταμίας έχει το βλέμμα του υπνωτισμένου, δεν βγάζει κουβέντα παρά περνά τα πράγματα σου από το bar code reader και κάθε φορά ακούς ένα μπιπ, αμέτρητα μπιπ, και από τα άλλα ταμεία, ξαφνικά το μόνο που ακούγεται είναι ένα συνεχές μπιπ απ’ όλα τα ταμεία σαν μια χορωδία μπιπ… Σκεφτεσαι πως αυτό το μπιπ συντροφεύει την ταμία καθ’ όλη τη διάρκεια της ημέρας και της νύχτας και νιώθεις μια συμπάθεια για το κοιμισμένο της βλέμμα. Πληρώνεις αρκετά, σου φαίνονται περισσότερα απ’ όσα είχες υπολογίσει αρχικά και εκνευρίζεσαι γιατί πάντα ξοδεύεις παραπάνω από αυτό που πρέπει.

 Για μια ακόμα φορά βρίσκεσαι ταμπουρωμένος στ’ αυτοκίνητο να καρφώνεις τα μάτια στο φανάρι και υπάρχουν στιγμές που η αγωνία σου για το πράσινο είναι τόσο μεγάλη που μπορεί κάλλιστα να δημιουργήσει την παραίσθηση ότι το κόκκινο είναι πράσινο και απλά να φύγεις αδιαφορώντας για οτιδήποτε άλλο. Όσο περιμένεις οι Πακιστανοί περνούν δίπλα σου άλλες φορές πουλώντας κάτι κ’ άλλες κρατώντας αυτά τα μεγάλα Τ που υποθέτω έχουν κυριολεκτικά ξεπουλήσει και πως η πρόταση για καθαρισμό τζαμιών σ’ ένα βενζινάδικο είναι πια μια απόλυτα ανούσια ή παρωχημένη διαδικασία. Το πρόβλημα είναι πως τώρα δεν αντέχεις ούτε τον Πακιστανό που βρίσκεται στο φανάρι ζητώντας χρήματα με το πρόσχημα να σου καθαρίσει τα τζαμιά. Ας πούμε ότι έχεις ευαισθησίες και αναγνωρίζεις την άθλια κατάσταση του και τον ρόλο του ως το απόλυτο θύμα με αποτέλεσμα να του δίνεις συνήθως χρήματα κάτι που ίσως και να τον βοηθά να επιβιώνει. Το θέμα είναι πως κάποιες μέρες έχεις πει τόσα «ναι», έχεις ανεχτεί να σου κάνουν τόσα πολλά, είναι τόσοι πολλοί αυτοί που ξεπερνούν το όριο που τους βάζεις με αποτέλεσμα να αισθάνεσαι ταπεινωμένος που ποτέ δεν κατάφερες να επιβληθείς. Ο Πακιστανός επιμένει να σου καθαρίσει τα τζάμια και αγνοεί το «όχι» σου, αγνοεί το όριο που βάζεις, είναι η σταγόνα που ξεχειλίζει το ποτήρι, είναι άλλωστε ανώδυνο να πλακώσεις στα μπινελικια ένα Πακιστανό. Ανοίγεις τους υαλοκαθαριστήρες και ρίχνεις νερό στα τζάμια, κερδίζεις τον έλεγχο απέναντι στην αυθάδεια του εισβολέα, τον βρίζεις κοιτάζοντας τον άγρια δείχνοντας ποιος είναι το αφεντικό. Σκεφτεσαι ότι ίσως παραφέρθηκες, μπορείς να καταπιείς την ενοχή και να συνεχίσεις.

 Κατάφερες να φτάσεις σπίτι σου αλλά έχεις ν’ αντιμετωπίσεις μια επιπλέον δυσκολία. Μένεις σε παλιά πολυκατοικία και οι περισσότερες δεν έχουν γκαράζ με αποτέλεσμα να χρειαστεί ίσως να θυσιάσεις το πολύτιμο μισάωρο ψάχνοντας να παρκάρεις. Μου έχει τύχει να μείνω από βενζίνη ψάχνοντας μια ώρα να βρω κάπου να στριμώξω τις λαμαρίνες μου και καθ’ όλη την διάρκεια της αναζήτησης μου περνούσε απ’ το μυαλό να το αφήσω στην μέση του δρόμου και απλά να φύγω χωρίς να μ’ ενδιαφέρει η οποιαδήποτε κατάληξη που θα μπορούσε να είναι ένας γερανός, η ένας φρικαρισμένος οδηγός φορτηγού που ιδρώνει αγριεμένος χτυπώντας την κόρνα του σαν σειρήνα ασθενοφόρου. Γυρνώντας το τετράγωνο υπάρχουν στιγμές που γκαζώνεις παραπάνω από τα νεύρα και νιώθεις πως η ανθρώπινη ζωή, που στην προκείμενη περιορίζεται στον όρο πεζός, δεν έχει καμία αξία και πως πολύ εύκολα θα ξεκλήριζες καμιά δεκαριά από δαύτους γιατί εσύ πρέπει επιτέλους να παρκάρεις ενώ αυτοί σ’ εμποδίζουν και γενικά σ’ εκνευρίζουν μόνο και μόνο που υπάρχουν σαν εμπόδια στην επίτευξη του στόχου σου. Κοκκινίζεις και βρίζεις με την ψυχή σου όταν οι ευγενέστατοι συμπολίτες αραδιάζουν εγκαταλειμμένα μηχανάκια και διαφόρων ειδών αυτοσχέδια αντικείμενα, κούτες, κουβάδες, σίδερα, διαφημιστικές ταμπέλες, καπαρώνοντας θέσεις παρκαρίσματος που δικαιωματικά θα μπορούσαν να προορίζονται για εσένα και πως θα ήθελες τόσο πολύ να τους παρασύρεις κάτω από τις ρόδες σου ακούγοντας κραυγές μετάνοιας, γιατί τελικά δεν έπρεπε να δείχνουν τέτοια αυθαιρεσία καβατζάροντας ένα ολόκληρο πεζοδρόμιο καθώς βρίσκεστε στην ίδια γειτονία και ισχύει ο νόμος όποιος προλάβει κι όχι όποιος πουστικα καπαρώνει θέσεις… 

Όλη σου η αντίδραση περιορίζεται σε μια γκαζια η ένα τρίξιμο από τα λάστιχα και στην ελπίδα ότι στην επόμενη στροφή κάποιο αυτοκίνητο θα ξεπαρκάρει αλλά είναι μάταιο γιατί αυτό που νόμιζες ότι ξεπαρκάρει τελικά παρκάρει, κάτι εμφανές, αν πρόσεχες τα αλαρμ που αναβοσβήνουν. Βλαστημάς την ατυχία σου, σε πρόλαβε άλλος και προσπαθείς να ηρεμήσεις γιατί τελικά θα σκοτώσεις κάποιον στα σίγουρα και πως είναι απλά μια θέση παρκινγκ, δεν αξίζει να χαθούν ζωές. Τελικά παρκάρεις, το στριμώχνεις κάπου καβαλώντας ένα πεζοδρόμιο. Η αγωνία και η λαχτάρα να τελειώνει όλο αυτό σε οδηγεί στην παρανομία, το επόμενο πρωί διπλωμένη κάτω από τους υαλοκαθαριστήρες βλέπεις μια κλήση 80 ευρώ και συνειδητοποιείς πως χρησιμοποιείς το αυτοκίνητο σου για να πας στην δουλειά κερδίζοντας κοντά στα 40 ευρώ και πως μ’ έναν πρόχειρο υπολογισμό η βενζίνη που έκαψες ήταν κοντά στα 5 ευρώ και η κλίση στα 80, δηλαδή 85 ευρώ σύνολο, μια κατάσταση που μόνο συμφέρουσα δεν μπορεί να χαρακτηριστεί.

 Μάλλον έχει γίνει αρκετά ξεκάθαρο πως είμαι από αυτούς που γκρινιάζουν γιατί δουλεύουν χωρίς φυσικά να περιορίζω την γκρίνια μου στο γεγονός της δουλειάς αλλά να επεκτείνομαι σε ζητήματα που δημιουργούνται από την συνθήκη της δουλειάς. Μπορείς απλά να με πεις γκρινιάρη, κακομαθημένο, βολεμένο η οτιδήποτε και να τελειώνεις... Μπορείς επίσης ν’ αναρωτηθείς σχετικά με το φαινόμενο και την πηγή της γκρίνιας μου. Είναι πολύ πιθανό να διαπιστώσεις πως τελικά υπάρχουν άνθρωποι που έχουν δουλειά αλλά γκρινιάζουν γιατί δουλεύουν πολύ, πληρώνονται λίγο και γενικά οι συνθήκες δεν είναι οι καλύτερες. Από την άλλη, αυτοί που δεν έχουν δουλειά, θέλουν μια δουλειά για να μοιάσουν σε αυτούς που έχουν δουλειά έτσι ώστε να διευκολυνθεί η καθημερινότητα τους, να επιτευχτεί η επιβίωση και να ταυτιστούν επιτέλους με το κοινωνικό πρότυπο της λειτουργικότητας, της παραγωγικότητας και ούτω καθεξής. Η απόκλιση των προτιμήσεων δημιουργεί μια σύγχυση σχετικά με τις προσδοκίες και την γενικότερη ιεραρχία της ευτυχίας. Αυτό που θέλω να πω είναι πως αν αυτός που έχει δουλειά είναι δυστυχής γιατί δουλεύει και αυτός που δεν έχει δουλειά ζηλεύει τον ήδη δυστυχισμένο και πιεσμένο τότε υπάρχει ένα ουσιαστικό πρόβλημα και αυτό είναι η ίδια η συνθήκη της δουλειάς που καθορίζει απόλυτα τον βαθμό ευτυχίας. Αυτά…

Δεν υπάρχουν σχόλια: