Κυριακή 9 Μαΐου 2010

Ο στιγματισμος της ψυχικης διαταραχης ως λειτουργια


 Ο στιγματισμος της ψυχικης διαταραχης ως λειτουργια
by De-Lira

Στο παρόν κείμενο θα ασχοληθώ με τον στιγματισμό ως μηχανισμό βαθειά δομημένο στην ανθρώπινη κοινωνική φύση. Στην προσπάθεια να υποστηρίξω τον παραπάνω ισχυρισμό θα αναφερθώ στην ανάλυση του Σαρτρ σχετικά με τον Αντί- Σημιτισμο, καθώς και με τα στοιχεία της προσωπικότητας που απαιτούνται για την στήριξη του φαινομένου. Στην συνέχεια θα παραθέσω μια σύντομη ιστορική αναφορά στο θέμα της «τρέλας» και το χρονικό σημείο όπου ταυτίστηκε με τον στιγματισμό.
Σαρτρ και Αντί-Σημιτισμός
Η ανάλυση του Γάλλου φιλόσοφου στο φαινόμενο του Αντί-Σημιτισμού προσφέρει μια καλή βάση για την κατανόηση του στιγματισμού της ψυχικής διαταραχής. Η προσέγγιση του στο θέμα είναι ιδιαίτερη και αυθεντικά καινούργια καθώς εστιάζει την φιλοσοφική του ματιά στους παράγοντες της προσωπικότητας που διαμορφώνουν το φαινόμενο επιτιθέμενος προς τον Αντί-Σημιτισμό με υπαρξιακά επιχειρήματα. Ο Σαρτρ υποστηρίζει ότι ο Εβραίος εκπροσωπεί μια ανθρώπινη κατάσταση η οποία κρίνετε μισητή από πολλούς, μια κατάσταση επιζήμια και βλαβερή για το κοινωνικό σύνολο. Ο Αντί-Σημίτης βλέπει τον Εβραίο όχι απλά σαν έναν κοινωνικό διαφθορέα αλλά σαν έναν διαφθορέα που στοχεύει σε αυτό που ο Αντί- Σημίτης αρκείται να ονομάζει ως υγιή ανθρώπινη κατάσταση. Ο Σαρτρ εξετάζει την αναγκαιότητα να χρησιμοποιηθεί ο Εβραίος ως σύμβολο του κακού για τον Αντί-Σημίτη τονίζοντας την βαθειά ψυχολογική ανθρώπινη ανάγκη που καθρεπτίζεται στο συμβολισμό και την απεικόνιση του Εβραίου ως κάτι διαβολικό .
Εστιάζοντας στο συγκεκριμένο θέμα, ο συλλογισμός του Σαρτρ ακολουθει μια Μανιχαιστικη διεργασία. Ο Αντί-Σημίτης, όπως και ο κάθε άνθρωπος κρίνει τον κόσμο βασισμένος στην αρχή του καλού και του κακού. Η διαφορά στην περίπτωση του Αντί-Σημίτη εντοπίζεται στην αδυναμία εύρεσης μιας ωφέλιμης κοινωνικής θεώρησης του καλού και του κακού που τον οδηγεί στην αναγκαστική προσωποποίηση του κακού. Ο Αντί-Σημίτης βλέπει τον κόσμο ασπρόμαυρα, απόλυτα κακό η απόλυτα καλό καταλήγοντας εύλογα στο συμπέρασμα να χαρακτηρίζει τον Εβραίο ως  την απόλυτη εκπροσώπηση του κακού και τον Αντί-Σημίτη σαν τον απόλυτο πρέσβη του καλού. Ο συλλογισμός του Σαρτρ αντιλαμβάνεται τον Αντί-Σημίτη σαν ένα άτομο όπου η κρίση του βασίζεται σε μια μαγική μεταμόρφωση του κόσμου βασισμένη σε παράλογες σκέψεις που τον ωθούν σε μια συμπεριφορά που χαρακτηρίζεται από σύγχυση. Ο Σαρτρ υποστηρίζει ότι η ανάλογη σύγχυση έχει τις ρίζες της στον φόβο του ανθρώπου για την υπαρξιακή του κατάσταση. Ο όρος υπαρξιακή κατάσταση χρησιμοποιείται για να εκφράσει τον γενικό φόβο του ανθρώπου για τον εαυτό του, την αλήθεια για τα όρια του εαυτού του, καθώς και την εμπειρία της αποτυχίας. Ο Εβραίος εκπροσωπεί όλα τα παραπάνω με αποτέλεσμα να αποτελεί μια πλήρη εξήγηση του κόσμου. Υιοθετώντας το μοντέλο «της ιδιαιτερότητας του άλλου»  ο Αντί-Σημίτης όπως προτείνει ο Σαρτρ, «Δεν έχει πια την ανάγκη για προσωπική διερεύνηση. Με το να ασπάζεται τον Αντί-Σημιτισμό δεν υιοθετεί απλά μια γνώμη αλλά στην ουσία επιλεγεί τον εαυτό του ως άτομο. Διαλέγει ένα καλό το οποίο είναι μια για πάντα σταθερό χωρίς καμία ανάγκη αμφιβολίας, επιλεγεί ένα καλό που δεν τολμά να επανεξετάσει από φόβο μήπως χρειαστεί αναθεώρηση». Παρατηρούμε λοιπόν, ότι ο Αντί-Σημίτης αποφεύγει την ελευθερία της επιλογής εξ αιτίας του φόβου της σηνηδιτοποιησεις της που τον καθιστά υπεύθυνο για της ίδιες του τις πράξεις, κάτι το οποίο φαντάζει αρκετά τρομακτικό ώστε να το αποδεχτεί.
Συνοψίζοντας, ο Αντί-Σημίτης του Σαρτρ « δεν φοβάται τους Εβραίους αλλά τον εαυτό του, την ίδια του τη συνείδηση, την ελευθερία του, τα ένστικτα του, την ευθηνή των πράξεων του, την κοινωνία και τον κόσμο, τα πάντα εκτός από τους Εβραίους». Αν το μόνο που ο άνθρωπος έχει να κάνει σε μια προσπάθεια να αποβάλει τους φόβους του είναι να τους προβάλει στον «άλλο», αυτό συνεπάγετε ότι το καλό είναι ήδη δοσμένο απαλλάσσοντας τον από την ανάγκη να δώσει νόημα στις πράξεις του αλλά και να αποδεχτεί τις συνέπειες των ιδίων του των επιλογών.
Ο Σαρτρ παρουσιάζει τον στιγματισμό των Εβραίων σαν ένα ακραίο κοινωνικό θέμα που αντικατοπτρίζει την συνεχή ανάγκη του ανθρώπου για στιγματισμό κοινωνικών ομάδων. Βασιζόμενοι στην ανάλυση του μπορούμε να κάνουμε υποθέσεις και αναλύσεις αναφορικά με πολλά είδη κοινωνικού στιγματισμού. Στην συνέχεια θα ασχοληθώ με τον στιγματισμό μιας άλλης ιδιαίτερης κοινωνικής ομάδας, αυτής των ψυχικά διαταραγμένων. Σε μια προσπάθεια μετάβασης  από τον στιγματισμό του Εβραίου στον στιγματισμό τις ψυχικής διαταραχής θα χρειαστεί να ανατρέξω στο ιστορικό σημείο όπου η ψυχική διαταραχή στιγματίστηκε και έγινε συνώνυμη του κακού.
Ο στιγματισμός τις ψυχικής διαταραχής στην Ιστορία
Ο Φουκώ προσεγγίζει τον ορισμό του καλού και του κακού με τρόπο παρόμοιο με αυτόν του Σαρτρ ονομάζοντας τον ως θεμελιώδη δυισμό της δυτικής συνείδησης. Επίσης, προσθέτει ότι στην περίπτωση που ένας ορισμός δεν μπορεί να δοθεί με το όνομα καλό η κακό, θα δοθεί με προσωνύμια όπως normal και abnormal. Στο βιβλίο του η Ιστορία της τρέλας αναλύει τις ιστορικές αλλαγές των πολιτικών και κοινωνικών τάσεων απέναντι στην τρέλα, στο καλό και στο κακό, στο normal και abnormal. Στο συγκεκριμένο βιβλίο ο Φουκώ εντοπίζει τέσσερις κρίσιμες περιόδους αντιμετώπισης τις τρέλας, η πρώτη προσδιορίζεται στα τέλη του μεσαίωνα, η δεύτερη μεταξύ 17ου και 18ου αιώνα, η τρίτη τον 19ο αιώνα και τέλος η τέταρτη τον 20ο.
Στην πρώτη περίοδο η τρέλα κατέχει μια «παιδική» φύση απόλυτα αναγκαία για την κάθε κοινωνία καθώς υπενθύμιζε στους ανθρώπους την εξάρτηση τους από τον θεό που εκλαμβάνετε σαν μια προστατευτική πατρική φιγούρα. Στην συγκεκριμένη περίοδο οι κατά κοινή ομολογία ψυχικά διαταραγμένοι είχαν την δυνατότητα να ζουν εντος του κοινωνικού συνόλου και να αντιμετωπίζονται με σεβασμό και τιμή κατά της προσταγής του χριστιανικού δόγματος.
Κατά την δεύτερη περίοδο παρατηρείτε μια μετατόπιση της κοινωνικής άποψης απέναντι στην ψυχική διαταραχή. Κατά τον Φουκώ υποβόσκει ένας γενικός φόβος για τα ψυχικά διαταραγμένα άτομα ο οποίος εκφράζεται από μια τάση εξερεσεις τους από τα κοινωνικά δρώμενα. Σε αυτό το σημείο η ψυχική διαταραχή εκλαμβάνεται ως εκπρόσωπος τις τρομακτικής ανθρώπινης φύσης, ενός ζωικού καταστροφικού ενστίκτου που είναι κομμάτι του κάθε ανθρώπου. Επίσης, τονίζεται ότι οι ψυχικά διαταραγμένοι αντιμετωπίζονται με το ίδιο τρόπο που αντιμετωπίζονταν οι κύριοι αποδιοπομπαίοι τράγοι της εποχής όπως οι φτωχοί, οι κλέφτες και οι εγκληματίες.
Την τρίτη περίοδο στην ιστορία της τρέλας, η ψυχική διαταραχή αρχίζει να ταυτίζεται με την φυσική ασθένεια και αντιμετωπίζεται με τα γνωστά ιατρικά μέσα. Εκτός από αυτό μια ακόμη αλλαγή λαμβάνει τόπο, οι ψυχικά διαταργμενη διαχωρίζονται από τις υπόλοιπες κοινωνικές ομάδες που είχαν ταυτιστεί την δεύτερη περίοδο.  Τέλος, ο 20ος αιώνας χαρακτηρίζεται από την εμφάνιση του Φρόυντ και τις ψυχανάλυσης ένα σημείο στην ιστορία όπου ξεκινά ο διάλογος με την ψυχική διαταραχή βοηθώντας τους «λογικούς» να καταλάβουν τον κόσμο καλύτερα.
Στο παρόν κείμενο επιλέγω να εστιάσω στον 17ο με 18ο αιώνα όπου η ψυχική διαταραχή ξεκινά να γίνεται συνώνυμη με τον φόβο. Η άποψη του Φουκώ γι αυτήν την αλλαγή είναι ανάλογη με την άποψη του Σαρτρ σχετικά με τον φόβο προς τον ίδιο μας τον εαυτό και τον γενικότερο φόβο της ανθρώπινης ύπαρξης. Για την καλύτερη κατανόηση της ομοιότητας μεταξύ τον δυο στοχαστών αναφέρω τα παρακάτω παραδείγματα. Ο Φουκώ αναφέρει ότι κατά την συγκεκριμένη περίοδο της ταύτισης τις ψυχικής διαταραχής με τον φόβο οι περισσότεροι άνθρωποι πίστευαν ότι επιδημίες όπως η χολέρα και η πανούκλα προερχόταν από τον δηλητηριασμένο αέρα που έβγαινε από τα Σανατόρια στα προάστια των πόλεων. Μια ανάλογη αναφορά γίνεται και στον Σαρτρ τονίζοντας ότι οι Εβραίοι απαγορευόταν να κολυμπούν στις δημόσιες πισίνες καθώς επικρατούσε η άποψη ότι μπορούν να μεταδώσουν μολύνσεις και ακαθαρσίες. Η ομοιότητα είναι εμφανής καθώς και στις δυο περιπτώσεις βλέπουμε ότι συγκεκριμένες ομάδες χρησιμοποιούνται ως «αποδιοπομπαίοι τράγοι».
Όπως τόνισα παραπάνω, η τρέλα τον 18ο αιώνα εκλαμβάνετε ως μια δύναμη ικανή να εξολοθρεύσει την ανθρώπινη φύση μετατρέποντας την σε ένα δυσβάστακτο μαρτύριο όμοιο με ζωντανό θάνατο. Πριν τον 18ο αιώνα ο φόβος του θανάτου εκφραζόταν με την μορφή επιδειμειων και πολέμων. Το 18ο αιώνα η ψυχική διαταραχή συγκεντρώνει όλο το βάρος του ανθρωπινού φόβου προς το θάνατο παίρνοντας την μορφή ενός ζωντανού θανάτου, μια ψυχική κατάσταση όπου η δυνατότητα δράσης είναι απούσα. Σε αυτό το σημείο είναι σημαντικό να επεκταθούμε στην διαδικασία δράσης ως δομημένο συστατικό στην ανθρώπινη έκφραση. Πιο συγκεκριμένα, η δράση προϋποθέτει μια βασική αρχή, την αρχή της προβλεψιμοτητας, ο κόσμος και η κοινωνία, δηλαδή το περιβάλλον που ο άνθρωπος ζει πρέπει να χαρακτηρίζεται από προβλεψιμοτητα. Στην περίπτωση της τρέλας η προβλεψιμοτητα δεν υφίσταται κάνοντας την δράση αδύνατη. Ένας κόσμος που κυριεύετε από ψυχικά διαταραγμένους δεν είναι καθόλου προβλέψιμος, δεν βασίζετε σε κανένα ασφαλές πλαίσιο περιορισμού με αποτέλεσμα να οδηγεί τους λογικούς στην αδυναμία δράσης και έμμεσα σε μια δυσβάστακτη αγχώδη κατάσταση όμοια με έναν ζωντανό θάνατο.
Η πιθανότητα ύπαρξης μιας ανάλογης κατάστασης πρέπει να είναι αδύνατη, η παραμικρή υποψία ενός τόσο οδυνηρού πλαισίου είναι ικανή να σπείρει τον φόβο. Η αντιμετώπιση του φαινομένου κρίνετε αναγκαία για την επικράτηση της λογικής. Η δράση όμως πέρα από την  προβλεψιμοτητα χρειάζεται και ένα ισχυρό θεωρητικό σύστημα ώστε να έχει αποτέλεσμα. Κρίνεται αναγκαίος ο ορισμός μιας θεωρίας βασισμένης στην έννοια του καλού και του κακού, ενός συστήματος που επιτρέπει τον αποκλεισμό ενδεχομένων, μια βασική λειτουργία στο χτίσιμο ενός προσωπικού ηθικού κώδικα δράσεις.  Βαφτίζοντας την ψυχική διαταραχή και τον Εβραίο ως κοινωνικά κακό αυτόματα ορίζεις το καλό και στην συνέχεια το ακολουθείς. Ο φόβος προς των Εβραίο και τον ψυχικά διαταραγμένο λέει ο Σαρτρ βασίζεται στον φόβο του ανθρώπου απέναντι στην κριτική σκέψη, βασίζεται στην ανάγκη του ανθρώπου να ζει σε έναν κόσμο όπου όλα είναι δοσμένα χωρίς καμία ανάγκη να ανακαλυφθούν, έναν κόσμο όπου η αναζήτηση και η κριτική είναι σε δεύτερη μοίρα. Ο Σαρτρ τονίζει ότι ο άνθρωπος επιζητά την κριτική σκέψη μόνο σε κάτι που είναι ήδη γνωστό, επιθυμεί να ζει σε ένα περιβάλλον όπου όλα παραμένουν σταθερά για πάντα χωρίς την ανάγκη αλλαγής του προσωπικού του θεωρητικού (ηθικού) συστήματος.  Πατώντας στην μελέτη του Σαρτρ για τον Αντί – Σημίτη και στον Φουκώ για τον στιγματισμό της ψυχικής διαταραχής παρατηρούμε ότι και στις δυο περιπτώσεις ο «άλλος» εκπροσωπεί μια εικόνα που προκαλεί φόβο, σύγχυση και οργή, αυτή η εικόνα δεν είναι τίποτε άλλο παρά η εικόνα για τον εαυτό μας. Το φαινόμενο της επιλογής ενός εξωτερικού μοντέλου που μας επιτρέπει να προβάλουμε σε αυτό όλους μας τους φόβους αντικατοπτρίζει την ανθρώπινη τάση για αποφυγή της εσωτερικής αναζήτησης.
Η προσπάθεια να καταλάβουμε το φαινόμενο της ψυχικής διαταραχής, η το φαινόμενο του ρατσισμού και του Αντί- Σημιτισμού απαιτεί την προσωπική μας επαφή με τις συγκεκριμένες κοινωνικές ομάδες. Η ανάλογη κατάσταση προκαλεί φόβο καθώς η ψυχική διαταραχή έχει ταυτιστεί με μια τρομακτική κατάσταση, ένα νοητικό στάδιο όπου ο παραλογισμός και η κοινωνική απομόνωση είναι τα βασικά χαρακτηριστικά. Ένα στάδιο όπως αυτό μπορεί να μετατρέψει την ζωή σε έναν εφιάλτη, οπότε ένα στάδιο σαν αυτό δεν είναι δυνατόν να υπάρχει προς όφελος της κοινωνικής συνοχής. Το αποτέλεσμα είναι η ταύτιση με το κακό και η προσπάθεια αφανισμού του.  Χρησιμοποιώντας προσωνύμια όπως κακό και abnormal καταφέρνουμε να διαχωρίσουμε την ύπαρξη μας από τις βλαβερές καταστάσεις κερδίζοντας την απαραίτητη ισορροπία
Η τρέλα και η λογική είναι δυο αντίθετες έννοιες. Για να ορίσουμε ένα θέμα όπου η γνώση μας είναι περιορισμένη, είναι αναγκαίο να ορίσουμε το αντίθετο του. Στην τέχνη και την αισθητική είναι αναγκαίο να ορίσεις την ασχήμια για να ορίσεις στην συνεχεία την καλαισθησία και την ομορφιά. Στην κοινωνία, είναι αναγκαίο να ορίσεις το κακό έτσι ώστε να ορίσεις το καλό, το ίδιο ισχύει και για τους όρους normal και abnormal. Μπαίνοντας σε μια ανάλογη διαδικασία γίνεσαι ταυτόχρονα μέτοχος σε μια αιώνια μάχη αντιθέσεων που της περισσότερες φορές έχει ασαφή κατάληξη. Ο ορισμός του καλού και του κακού ήταν πάντα ένα ζήτημα που απασχολούσε την ανθρωπότητα σε μεγάλο βαθμό. Ο κάθε άνθρωπος έχει την ανάγκη αναζήτησης νοήματος και καθιέρωσης ορισμών ικανών να κατευθύνουν την δράση και συμπεριφορά του. Για να επιτύχουν κάτι τέτοιο πρέπει πρωτ απ όλα να ορίσουν τη «πρέπει» και τη «δεν πρέπει» να κάνουν, η μάχη μεταξύ καλού και κακού ήταν πάντα ένα πρωταρχικό ζήτημα για την κάθε κοινωνία.

Παρασκευή 7 Μαΐου 2010

Αν ο Φρόιντ δεν ήταν γιατρός…

by De-Lira



     Ο Φρόιντ ήταν γιατρός, νευρολόγος για την ακρίβεια. Ήταν ένας καλλιεργημένος άνθρωπος με ευρύ πεδίο γνώσης που περιελάμβανε από λογοτεχνία και φιλοσοφία μέχρι μυθολογία και αρχαιολογία. Στην εποχή του ήρθε αντιμέτωπος μ ένα σημαντικό θέμα που για να πούμε την αλήθεια παραμένει άλυτο μέχρι σήμερα. Η σωματοποίηση ψυχικών προβλημάτων ήταν η απαρχή του πεδίου ερευνών του και ένας από τους βασικούς τομείς δράσης του. Στην συνέχεια προχώρησε στην διατύπωση μιας θεωρίας η οποία είχε τον άνθρωπο σαν βασικό της χαρακτηριστικό διεισδύοντας σε πολλούς τομείς της ανθρώπινης δραστηριότητας. Είναι αλήθεια ότι ο Νίτσε έκανε την αρχή και ο Φρόιντ αποτελείωσε την έννοια του θεού βάζοντας τον άνθρωπο σαν τον μοναδικό υπεύθυνο για τα προβλήματα της καθημερινότητας του. Κάτι τέτοιο σίγουρα αποτέλεσε ένα μεγάλο ηθικό άλμα και την φλόγα για την έκρηξη κινημάτων τέχνης και φιλοσοφίας. Είμαι αρκετά περίεργος για το τι θα συνέβαινε  αν ο Φρόιντ αγνοούσε την ιατρική του ειδικότητα και παρέμενε ο φιλόσοφος που σαν τέτοιος προέβαλε μέσα από τα πολλά κείμενα του, η εξέλιξη της ψυχανάλυσης θα ήταν σίγουρα διαφορετική. Με λίγα λόγια, πως θα ήταν τα πράγματα αν ο Φρόιντ δεν ήταν γιατρός;
     
Για να απαντηθεί ένα τέτοιο φανταστικό ερώτημα θα πρέπει πρώτα απ’ όλα να ορίσουμε την ιατρική σαν επιστήμη και στην συνέχεια να προσδιορίσουμε την σχέση της ψυχανάλυσης με την ιατρική. Όπως πολύ εύκολα καταλαβαίνουμε το φανταστικό ερώτημα μετατρέπεται σε επιστημολογικό και η κατάσταση αρχίζει να γίνεται αρκετά πολύπλοκη. Ας πάρουμε όμως τα πράγματα από την αρχή εξετάζοντας ένα από τα βασικά τεχνάσματα του Σίγκμουντ Φρόιντ, την μεταφορά.
     
Η ιατρική επιστήμη είναι μια φυσική επιστήμη η οποία ασχολείται με την εμπειρική έρευνα του φυσικού-υλικου κόσμου (ανθρώπινου σώματος) έχοντας ως κύρια μέσα ακριβείς μεθόδους έρευνας και συγκεκριμένες τεχνικές. Οι εμπειρικές επιστήμες και πιο συγκεκριμένα η ιατρική είναι συνυφασμένες με τον υλικό κόσμο, με την μελέτη γεγονότων, με το πώς τα πράγματα παρουσιάζονται. Από την άλλη, η ψυχανάλυση ασχολείται με αυτά που κρύβονται πίσω από τα φαινόμενα, με αόρατες νοητικές διεργασίες. Έχοντας αυτό σαν αρχή, βλέπουμε ότι θα ήταν προβληματικό να δηλώσουμε ότι υπάρχει επιστημονική θεωρία, με την εμπειρική έννοια, η όποια διερευνά «άυλες» οντότητες και ηθικά θέματα όπως η αρετή, η νόηση, η ψυχή, ο χαρακτήρας, η ομαλότητα. Αυτά είναι για τη λογοτεχνία, την ποίηση, την φιλοσοφία, δηλαδή πράγματα που ο Φρόυντ γνώριζε αρκετά καλά. Ο Φρόιντ έπρεπε με κάποιο τρόπο να αντικειμενοποιήσει το πεδίο μελέτης του βγάζοντας τις έννοιες από την χαοτική αόρατη σύσταση τους. Το κατάφερε χρησιμοποιώντας μια τεχνική που είναι αρκετά γνωστή στους λογοτέχνες και τους ποιητές, την μεταφορά. Με απλά λόγια, βάφτισε υλικό κάτι που είναι άυλο και στην συνέχεια χρησιμοποίησε την ιατρική επιστημονική μέθοδο για την εξέταση του. Είναι σαν να βάφουμε με ιώδιο το νερό κόκκινο και στη συνέχεια να του κάνουμε αιματολογικές εξετάσεις…

   Το πρόβλημα που παρουσιάζεται είναι ότι η νόηση, σε αντίθεση με την καρδία για παράδειγμα (της οποίας η λειτουργία είναι μετρήσιμη με το πιεσόμετρο, η με το καρδιογράφημα) δεν μπορεί να μετρηθεί εμπειρικά. Η λειτουργιά της καρδίας είναι κάτι πολύ συγκεκριμένο μην αφήνοντας περιθώρια για φιλοσοφίες περί καρδιολογίας. Ο εγκέφαλος από την άλλη,  δηλαδή η υλική δομή της νόησης, αφήνει ορθάνοικτη την φιλοσοφική του πόρτα. Η νόηση είναι αυθαίρετο σχήμα, μετριέται μόνο μεταφορικά εκτός και αν πιστεύεις στα ψυχομετρικά τεστ που με μια πρόχειρη εξέταση αποδεικνύουν πλήρως την αμφιλεγόμενη βάση τους. Ψυχο- μετρικό, τι ακριβώς μετράμε, την ψυχή; Η ψυχή είναι αυθαίρετο σχημα, δεν μετριέται. Ασυνείδητο, τη είναι το ασυνείδητο; Κάδος ανακύκλωσης; Ακόμα και τώρα χρησιμοποιούμε μεταφορές, δεν ξέρουμε τι είναι, που είναι, αν μετριέται. Το μοναδικό που ξέρουμε είναι να κάνουμε μεταφορές και φιλοσοφικές υποθέσεις. Παραμένουν όμως υποθέσεις, δεν χωρούν στα πλαίσια των θετικών επιστημών.

Η προσπάθεια του Φρόιντ δεν δραπετεύει από τα ανά τους αιώνες μεταφορικά συστήματα μελέτης της ανθρώπινης νόησης. Οι άνθρωποι ανεκαθεν προσπαθούσαν να εξηγήσουν  τα ψυχικά φαινόμενα και τις νοητικές διεργασίες βασιζόμενοι σε συστήματα μεταφοράς. Ο βασικός λόγος της ύπαρξης των συστημάτων μεταφοράς είναι ότι τα ψυχικά φαινόμενα σε αντίθεση με τα οργανικά δεν είναι προσβασιμα δια γυμνού οφθαλμού η επιστημονικού οργάνου. Τα μεταφορικά συστήματα ανάλογα με τις τάσεις της κάθε εποχής ερμήνευαν την ανθρώπινη συμπεριφορά και τον εγκέφαλο ποικιλοτρόπως. Ξεκινάμε με το θρησκευτικό μεσαιωνικό σύστημα όπου ερμήνευε την ανθρώπινη συμπεριφορά σαν υποχείριο δαιμονικών και αγγελικών δυνάμεων.  Υπάρχει το συμπεριφοριστικό σύστημα μεταφοράς που αντιλαμβάνεται την ανθρώπινη συμπεριφορά σαν ένα σύνολο νευρώνων που με την κατάλληλη επιβράβευση η τιμωρία πράττει ανάλογα. Υπάρχει το γνωσιακο σύστημα μεταφοράς που βλέπει τον εγκέφαλο σαν ένα λογισμικό που επεξεργάζεται πληροφορίες και ανάλογα με τα γνωσιακά του σχήματα έχει ανάλογες αντιδράσεις. Στην εποχή του Φρόυντ επικρατούσαν οι θεωρίες των εγκεφαλικών βλαβών (lesions), μια ντετερμινιστική εξήγηση των νευρολογικών παθήσεων (π.χ. Βλάβη στον κροταφιαίο λοβό προκαλεί αλλαγή της συμπεριφοράς και επιληπτικές κρίσεις).Ο Φρόυντ πολύ απλά μετέφερε τον ντετερμινισμό στα ψυχικά φαινόμενα («fixation» στο πρωκτικό στάδιο προκαλεί την τάδε χαρακτηριολογική δομή). Στην ουσία δημιούργησε μια νέα γλώσσα που εξηγούσε την ανθρώπινη συμπεριφορά καλύτερα από οποιονδήποτε προκάτοχο του.

Μέχρι εδώ η συνεισφορά του Φρόιντ φιλόσοφου δεν έχει να επιδείξει κάτι το επιζήμιο. Η ιατρική του ειδικότητα όμως έχει. Το περίεργο πάντρεμα μεταξύ ιατρικής και πιο συγκεκριμένα της ψυχιατρικής και της νευρολογίας με την ψυχανάλυση είχε έντονες κοινωνικές επιπτώσεις. Η ψυχανάλυση πέρα από την μελέτη της ανθρώπινης συμπεριφοράς ασχολούνταν και με την μελέτη της ομαλότητας και της ανωμαλίας. Οι κοινωνικές επιπτώσεις εμφανίστηκαν όταν οι ψυχικοί μηχανισμοί και τα νευρωτικά συμπλέγματα άρχιζαν να διευρύνονται υπό το καθεστώς συνεργασίας της ψυχανάλυσης με την ψυχιατρική. Το αποτέλεσμα ήταν μια φρενήρης δημιουργία κατηγοριών και υποκατηγοριών από ταμπέλες η οποίες στην ουσία παθολογοποιουσαν την ομαλότητα. Το εγχειρίδιο ψυχιατρικής (DSM), που τουλάχιστον σήμερα στην Αμερική είναι κάτι σαν best seller, έως τα τέλη της δεκαετίας του 70’ ήταν επηρεασμένο σε τεράστιο βαθμό από την ψυχαναλυτική θεωρία. Μια θεωρία όπως η ψυχανάλυση δεν μπορεί να μπει σε κλειστά μοντέλα ιατρικών διαγνώσεων και κατηγοριών με αποτέλεσμα την διείσδυση της ψυχοπαθολογίας στην καθημερινή ζωή και των στιγματισμό συμπεριφορών. Η επιρροή της ψυχανάλυσης στο εγχειρίδιο ψυχιατρικής άρχισε να μειώνεται όταν ο ορος νεύρωση βγήκε από το εγχειρίδιο ψυχιατρικής στα μέσα του 80’ σε μια προσπάθεια της Αμερικανικής ψυχιατρικής ένωσης να περιορίσει την ανεξέλεγκτη κατηγοριοποίηση συμπεριφορών προχωρώντας στην δημιουργία ενός συστήματος ταξινόμησης το οποίο μιμούνταν τα συστήματα των θετικών επιστημών (περιοδικός πίνακας). Το πρόβλημα βέβαια μ’αυτή την τακτική είναι πως η ανθρώπινη συμπεριφορά δεν είναι όπως το ατομικό βάρος του χρυσού, μια σταθερά απαράλλακτη και δεδομένη.

Η αμερικανική ψυχιατρική ένωση στην προσπάθεια της να ξεπεράσει την ανεξέλεγκτη κατηγοριοποίηση χωρίς προφανή εμπειρικά κριτήρια αλλά και την κριτική από ομοφυλοφιλικές ενώσεις σχετικά με τον χαρακτηρισμό της ομοφυλοφιλίας ως ψυχιατρική ασθένεια προσπάθησε να επιβάλει μια τάξη στον προσδιορισμό του ψυχιατρικού συμπτώματος. Το κακό είχε ήδη γίνει.  Η παθολογικοποίηση της καθημερινότητας εμφύτευσε τον φόβο για την ανθρώπινη κατάσταση οδηγώντας στον στιγματισμό της ομαλότητας. Φυσιολογικές αντιδράσεις και προβλήματα συμπεριφοράς που συνήθως έχουν υπαρξιακά αίτια μεταμορφώνονται σε ιατρικές οντότητες και χρίζονταν ως κατάλληλες για θεραπεία.
     
Ο Φρόιντ ίσως από άγνοια για την καυτή πέτρα που είχε ξεθάψει, ίσως όμως και από υπερβολική φιλοδοξία έδωσε την δυνατότητα της καταστολής ανεπιθύμητων κοινωνικών συμπεριφορών. Όσο πιο εξουσιαστική και απολυταρχική είναι η επικρατούσα κοινωνική ηθική, τόσο πιο βίαιες και απάνθρωπες θα γίνονται οι ψυχιατρικές παρεμβάσεις. Κάτι τέτοιο φαίνεται ξεκάθαρα αν ασχοληθούμε με την ψυχιατρική του Σταλινικού καθεστώτος αλλά και με την ψυχιατρική στις αρχές του αιώνα στην Αμερική των σκλάβων. Κτηνωδίες βασιζόμενες στην επιβολή της κοινωνικής ομαλότητας έφτασαν το αποκορύφωμα τους όταν η ανακάλυψη της λοβοτομής από τον πορτογάλο νευρολόγο Egas Moniz, ο οποίος παραδόξως βραβεύτηκε με το νόμπελ νευρολογίας, άρχισε να ξεφεύγει από τα σύνορα των μικρών ψυχιατρείων. Ο Αμερικανός Φρημαν λανσάροντας την λοβοτομή σαν θεραπευτική τεχνική και χρησιμοποιώντας έναν παγοκόφτη, κατέστρεφε τον κροταφιαίο λοβό των ασθενών προκαλώντας τους μόνιμη εγκεφαλική βλάβη πετυχαίνονται ταυτόχρονα την δια βίου καταστολή τους. Τα κριτήρια για την συγκεκριμένη «χειρουργική επέμβαση» δεν είχαν τίποτε το επιστημονικό, ήταν μια μέθοδος βασανισμού την οποία υφίστανται όσοι είχαν την τύχη να βρεθούν στο δρόμο  του Φρημαν και φυσικά την συναίνεση των συγγενικών τους προσώπων.
     
Η ψυχανάλυση έπρεπε να παραμείνει μια φιλοσοφική θεωρία, η σύζευξη της με την ιατρική μόνο κακό προκάλεσε. Η ματαιοδοξία του ιατρού Φρόιντ ήταν ένα από τα τρωτά του σημεία. Το παράδειγμα της Ρώσικης ψυχιατρικής επιβεβαιώνει τον ανάλογο ισχυρισμό. Κατά την διάρκεια των κομμουνιστικών χρόνων υπήρχαν διαγνώσεις παραφροσύνης για πολιτικούς αντιφρονούντες, συγκεκριμένα η προσπάθεια ανατροπής του κομμουνιστικού καθεστώτος ήταν μια μορφή ψύχωσης που έπρεπε να εξαφανιστεί. Από την παθολογικοποίηση δεν ξέφυγε όμως ούτε η Αμερικανική ψυχιατρική. Κατά την διάρκεια των περίφημων σκλαβοπάζαρων στην «παλιά» Αμερική, υπήρχε η περίφημη διάγνωση της «δραπετομανίας», δηλαδή η παραφροσύνη του μαύρου σκλάβου που ήθελε να φύγει από την απάνθρωπη σκλαβιά και σκληρή εργασία. Αναφέρω τα παραπάνω καθώς θέλω να δείξω πως όταν το ηθικό πλαίσιο αλλάζει, αλλάζουν και οι επιστημονικές τακτικές. Το ίδιο φυσικά θα μπορούσε να συνέβαινε σε οποιαδήποτε επιστήμη, η διαφορά όμως στην περίπτωση μας έχει να κάνει με την δυσδιάκριτη σύσταση της κατηγοριοποίησης αλλά και την διείσδυση στην καθημερινότητα των ανθρώπινων σχέσεων.

Το πρόβλημα βέβαια παραμένει μέχρι και σήμερα ένα ζήτημα ηθικής. Ο γερμανός φιλόσοφος Καρλ Γιασπερς είχε εντοπίσει την συγκεκριμένη διεργασία και προσπάθησε να βάλει μια τάξη στο επιστημολογικό χάος που προκλήθηκε. Όρισε με αρκετή σαφήνεια την επιστήμη και πρόσθεσε των ορισμό κοσμοθεωρία. Κατά την άποψη του η ψυχιατρική και η ψυχανάλυση, λειτουργούν, εν αντίθεση με άλλες επιστήμες όπως η φυσική και τα μαθηματικά, κάτω από ένα ηθικό πέπλο, ένα σύνολο κοινωνικών κανόνων οι οποίοι ορίζονται από το υπάρχων πολιτικό η κοινωνικό κατεστημένο. Ο επιστήμονας η ο φιλόσοφος που ασχολείται με την μελέτη της ανθρώπινης συμπεριφοράς είναι και ο ίδιος μέτοχος σε ένα κοινωνικό-πολιτικο σύστημα το οποίο συμμετέχει ενεργά στην διαμόρφωση της προσωπικής του φιλοσοφίας και ηθικής. Για την αυτούσια μελέτη της ανθρώπινης συμπεριφοράς χωρίς την παρέμβαση προσωπικής ηθικής, ο Γιασπερς προτείνει τον μεθοδολογικό πλουραλισμό (methodological pluralism) και την απαγκίστρωση του ερευνητή από την προσωπική του ηθική η οποία τον εμποδίζει να δει τα στοιχεία της συμπεριφοράς που τον ενδιαφέρουν με απόλυτη αμεροληψία. Είναι πολλοί λίγοι οσοι κάνουν κάτι τέτοιο σήμερα αλλά και πάντα, οι περισσότεροι ερευνητές της ανθρώπινης συμπεριφοράς κρίνουν βάσει ενός προσωπικού συστήματος ηθικής. Το πλαίσιο που λειτουργεί η ψυχανάλυση την μετατρέπει αυτόματα σε μια κοσμοθεωρία, ένα σύνολο γλωσσικών κανόνων, συμπεριφορών και τρόπων ερμηνείας του κόσμου, κάτι ανάλογο του Μαρξισμού, χωρίς τις οικονομικές προεκτάσεις. Μια φιλοσοφία αρκετά ισχυρή και βαθειά αλλά σε καμία περίπτωση επιστήμη. Αυτό είναι η ψυχανάλυση, μια κοσμοθεωρία, ένας τρόπος εξήγησης του κόσμου αλλά όχι επιστήμη.
   
Συνοψίζοντας λοιπόν, μπορώ να πω ότι η προσπάθεια του Φρόιντ ήταν τεράστια, παρ ολ αυτά δεν κατάφερε να ξεπεράσει ένα βασικό φιλοσοφικό εμπόδιο το οποίο για να πούμε την αλήθεια αποτελεί την μεγαλύτερη πρόκληση για την σημερινή ψυχιατρική, κλινική ψυχολογία και νευροψυχολογια. Ο διαχωρισμός μεταξύ πνεύματος και ύλης, και η υποκειμενικότητα της εμπειρίας, ο περίφημος Καρτεσιανός δυισμός τον οποίο ο Φρόυντ νόμιζε ότι ξεπέρασε με μια ευφυέστατη μεταφορά. Σε πρακτικό κοινωνικό επίπεδο το ζήτημα της υποκειμενικότητας έχει τεράστιες προεκτάσεις κραυγάζοντας προς την κατεύθυνση την ανοχής. Ανοχής της διαφορετικότητας και μεθοδολογικός πλουραλισμός, προσπάθεια αναγνώρισης της διαφορετικότητας του άλλου και εξάλειψη του στιγματισμού της διαφορετικότητας. Μια ανάλογη ηθική ανόρθωση θα είναι ίσως η σημαντικότερη που έκανε ποτέ ο άνθρωπος. Η δυσκολία της εντοπίζεται στο γεγονός της προσωπικής ευθύνης, είναι ένα εσωτερικό ζήτημα που ποτέ μέχρι σήμερα δεν συνέβη.

Η απόπειρα του Φρόιντ ήταν ένα ιατρικό μαγικό που μεταμφίεσε τα προβλήματα της καθημερινής ζωής, αρκούμε να τα ονομάσω υπαρξιακά (μοιραίο του θανάτου, δυσκολίες επιλογής, ανεξαρτησία, ελευθερία επιλογών, μοναξιά) σε ιατρικές οντότητες έτοιμες για θεραπεία. Η ψυχανάλυση και η ιατρική είναι δυο διαφορετικές μέθοδοι για να προσεγγίσεις την έννοια της «αρρώστιας». Η ιατρική ασχολείται με τις οργανικές παθήσεις και η ψυχανάλυση ασχολείται με την ανθρώπινη οδύνη, δυο διαφορετικές οπτικές γωνίες που δεν έπρεπε ποτέ να συγκεραστούν. Από την στιγμή λοιπόν που η ψυχανάλυση ασχολείται με τα προβλήματα της καθημερινής ζωής και η ιατρική ως επιστήμη με τις οργανικές παθήσεις η ψυχανάλυση δεν μπορεί να είναι επιστήμη. Ακόμα καλύτερα δεν μπορεί να είναι εμπειρική επιστήμη. Πιστεύω ότι ο διαχωρισμός μεταξύ κοινωνικών και φυσικών (θετικών) επιστημών πρέπει να γίνει πιο βαθύς και συγκεκριμένος. Η ψυχανάλυση και οι εκάστοτε ψυχοθεραπευτικές τεχνικές πρέπει να ασχολούνται με τα προβλήματα της καθημερινότητας και η ψυχιατρική και νευρολογία με τις ξεκάθαρες εγκεφαλικές (οργανικές) βλάβες.