Παρασκευή 27 Σεπτεμβρίου 2013

Αδικώντας τον Ντέιβιντ Φόστερ Γουάλας


  
 Δεν έχω πολύ καιρό που διάβασα Ντέιβιντ Φόστερ Γουάλας, περίπου ένα χρόνο, απλά έχω κάνει αλματώδη πρόοδο και χάρη στις τιμές του Amazon ακόμα μεγαλύτερη. Νομίζω ότι η ανακάλυψη του ήρθε σαν κεραυνός εν αιθρία, όπως και στους περισσότερους άλλωστε. Έχω καταναλώσει πολλές ώρες διαβάζοντας και βλέποντας συνεντεύξεις στο YouTube και νομίζω πως έχω αρχίσει να σχηματίζω μια σχετικά ξεκάθαρη εικόνα. Καλό θα ήταν επίσης να τονίσω πως η επαφή μου με τον Γουαλας ήρθε πέρυσι στις 12 Σεπτέμβρη. Καθώς λοιπόν η «Αμερικανική Λήθη» άρχιζε να με συνεπαίρνει συνειδητοποίησα πως εδώ υπάρχει κάτι μεγάλο, οπότε σταμάτησα κι άρχισα να ψάχνω στο ιντερνετ μπας και βρω ποιος είναι τελικά αυτός ο απίστευτος τύπος, έχει γράψει άλλα βιβλία, έχουν μεταφραστεί στα ελληνικά, είναι σύγχρονος, παλιός, νέος, γέρος, με τι μοιάζει, έχει δώσει συνεντεύξεις και τα σχετικά. Ομολογώ πως η εμφάνιση του είναι κάπως απογοητευτική, κάτι μεταξύ nerd και wannabe 2Pac η κάτι τέτοιο τέλος πάντων. Πέρα από αυτό, έμαθα αμέσως πως αυτοκτόνησε, για την ακρίβεια κρεμάστηκε, στις 12 Σεπτέμβρη του 2008, ώρα 9.30. Την στιγμή που τα μάθαινα ολ αυτά, η ώρα ήταν 09.45, 12 Σεπτέμβριου του 2012. Θα μπορούσε να είναι μια συμπαντική συνωμοσία, η ένα σημάδι από τον θεό, θα μπορούσε…
    
Κάπως έτσι ξεκίνησε η επαφή μου με τα γραπτά του ΝΦΓ οπότε θα παρακαλούσα να μην σχηματιστεί η εντύπωση πως είμαι κάποιος αναγεννημένος χριστιανός που ξαφνικά δέχτηκε τον θεϊκό χρησμό και αποφάσισε να ορκιστεί πίστη στην προσπάθεια να λουστεί το άγιο φως, αν και υπήρξαν στιγμές που ένοιωσα κάτι ανάλογο… Το συγγραφικό μεγαλείο του ΝΦΓ είναι από αυτά τα σπάνια που σε 100 χρόνια ιστορίας εκδόσεων, επανεκδόσεων, αναδημοσιεύσεων, επαναλήψεων και αντιγραφών, ξαφνικά βγαίνει ένας και λες, «εδώ έγινε το μεγάλο μπαμ...» Τελικά αυτός ο ένας αυτοκτονεί και η χαρά κομματάκι περιορίζεται. Αρκετά όμως με την εισαγωγή, στο θέμα μας.
     
Μετά την τραγική κατάληξη του ΝΦΓ υπήρξε ένα χειμαρρώδες ξέσπασμα από άρθρα που προσπαθούσαν μέσα από την ενδελεχή έρευνα του συγγραφικού του υλικού, των σημειώσεων και των συνεντεύξεων που είχε δώσει να βρεθεί το χρυσό νήμα, η εξήγηση που έκανε ένα τόσο λαμπρό μυαλό να οδηγηθεί στην αυτοκτονία. Η αγωνιά του αναγνωστικού κοινού για απαντήσεις συμπυκνώνετε στην βιογραφία του συγγραφέα από τον D.T Max και εκδίδεται μόλις τέσσερα χρόνια μετά τον θάνατο του. Δεν ξέρω αν έχει υπάρξει ανάλογο παράδειγμα στην ιστορία της λογοτεχνίας όπου μια βιογραφία εκδίδεται σε τόσο σύντομο χρονικό διάστημα από το θάνατο του συγγραφέα.
   Στο βιβλίο του  D.T Max «Every Love Story Is a Ghost Story», γίνονται λεπτομερείς αναφορές στις κρυφές πτυχές που δημιούργησαν το πορτρέτο του ΝΦΓ ως συγγραφέα και ως άνθρωπου χωρίς να παραλείπετε η σχέση του με τις θεραπευτικές κοινότητες και τις μυριάδες απόπειρες ευρέσεως μιας μαγικής φαρμακευτικής αγωγής που θα τον γλίτωνε από την βαριά «αρρώστια» της κατάθλιψης. Κάτι τέτοιο προβάλλεται σαν την βασική αιτία θανάτου από το μεγαλύτερο ποσοστό των άρθρων που κυκλοφορούν στον ιντερνετ και εδώ εντοπίζεται η βασική μου ένσταση. Θεωρώ την αιτιολογία της κατάθλιψης σαν κάτι παραπάνω από προσβλητική. Το βασικό κίνητρο της τέχνης του ΝΦΓ είχε να κάνει με την προσπάθεια απόδρασης από την ταμπέλα κατάθλιψη οπότε οποιαδήποτε αναφορά σε κάτι σχετικό θα μπορούσε να θεωρηθεί ως ύβρη η άγνοια για το περιεχόμενο των κειμένων του. Η φράση «Fiction's about what it is to be a fucking human being» συνοψίζει την ανάγκη του ν’ αποδράσει από την ερμηνευτική καταστολή που υφίσταται κάποιος όταν υποκύπτει στον όρο κατάθλιψη. Είναι μια φράση κραυγή για την αλλαγή του ανθρώπου σε κάτι μη ανθρώπινο, μια αυτόματη μηχανή, μια βιοχημικά καλά ρυθμισμένη λειτουργία, οτιδήποτε πέρα από το ανθρώπινο, οτιδήποτε πέρα από τον λόγο και την έκφραση.
   
Λέγοντας ότι κάποιος πάσχει από κατάθλιψη εννοούμε πως ο ίδιος είναι μια κατάθλιψη, δηλαδή, είναι ένα συνονθύλευμα συμπτωμάτων που κατά DSM (Diagnostical and statistical manual of psychiatry) σημαίνει, καταθλιπτική διάθεση, έλλειψη απόλαυσης και ενδιαφέροντος για οποιαδήποτε δραστηριότητα, απώλεια η αύξηση σωματικού βάρους, υπνηλία η αϋπνία, ψυχοκινητική επιβράδυνση, συναίσθημα αναξιότητας και τέλος αυτοκτονικός ιδεασμός. Κατά την γνώμη μου, θα ήταν αδύνατο για μια φύση σαν αυτή του ΝΦΓ να περιοριστεί στον παραπάνω χαρακτηρισμό.
     Το να προσπαθήσουμε να συμπυκνώσουμε την ατομικότητα σε ορισμούς όπως η κατάθλιψη διαπράττουμε ένα βασικό σφάλμα, περιορίζουμε τον λόγο. Αν αφαιρούσαμε τον χαρακτηρισμό κατάθλιψη σαν την μαγική εξήγηση, τότε αυτόματα η δουλειά μας δυσκολεύει καθώς  θα έπρεπε ν’ αφοσιωθούμε και απλά ν’ ακούσουμε την ατομικότητα του καθενός η οποία παίρνει έκταση ανάλογη με αυτή των γλωσσικών του δυνατοτήτων. Στον ΝΦΓ κάτι τέτοιο είναι υπερδιογκωμένο φτάνοντας σε σημείο να κάνει αναφορές με την μορφή υποσημειώσεων στην ίδια του την σκέψη, σαν να έχει δυο φωνές (καμιά φορά και παραπάνω), σαν να θέλει να μας πείσει ότι το νόημα δεν σταματά ποτέ, η σκέψη δεν σταματά ποτέ αν φτάσεις τις δυνατότητες της γλώσσας στα επίπεδα που ο ίδιος είχε φτάσει. Όταν περιορίζουμε όλη του την συμπεριφορά και την τραγική του κατάληξη στο αίτιο της κατάθλιψης είναι σαν να απαξιώνουμε πλήρως αυτά που είπε και έγραψε, σαν να αγνοούμε όλες τις φανταστικές δυνατότητες που είχε να βυθίζετε σε άγνωστα πεδία του εσωτερικού κόσμου και να βγαίνει (φυσικά όχι ανέπαφος), με δικό του προσωπικό. Με λίγα λόγια, δεν ήταν η κατάθλιψη, ήταν μια προσπάθεια, μια πάλη για την ακρίβεια, ενάντια στον γλωσσικό περιορισμό που επιβάλει ο όρος κατάθλιψη και οι τυποποιημένες κατηγορίες που χρησιμοποιούμε για να περιορίσουμε την σκέψη και να οργανώσουμε την καθημερινή μας επικοινωνία. Έχω την εντύπωση ότι αν μπορούσαμε να συνοψίσουμε την φιλοσοφία του Γουαλας σε ένα σύνθημα η ένα απόφθεγμα θα ήταν, «μην αρκείσαι στην επικρατούσα κατηγοριοποίηση, στις έννοιες που επικρατούν για να περιγράφουν τα φαινόμενα, ανακάλυψε δικά σου, δημιούργησε την προσωπική σου γλώσσα».
    
Η γλώσσα άλλωστε είναι η θρησκεία του ΝΦΓ, κάτι που αναφέρεται και στην βιογραφία του, «δεν πρόκειται για μια ανακάλυψη του τροχού, αλλά για έναν εκμοντερνισμό της θέσης του Wittgenstein ότι τα όρια ενός ανθρώπου καθορίζονται από τα όρια της γλώσσας του». Ο Γουαλας εναντιώνεται σε οτιδήποτε περιορίζει την επικοινωνία, σε οτιδήποτε στραγγίζει τον άνθρωπο από την ανθρώπινη σύσταση του πετσοκόβοντας τις γλωσσικές του δυνατότητες. Η μοναδική ικανότητα που είχε αναπτύξει να μπορεί όχι μόνο να παρατηρεί με τεράστια ακρίβεια την ίδια του την σκέψη, αλλά και να την καταγράφει δημιουργώντας μυθιστορήματα όπως το «Infinite Jest» βασίζετε στην ανάγκη να επικοινωνήσει μέχρι τελευταίας λεπτομέρειας τον εσωτερικό του κόσμο αποδεικνύοντας ότι δεν είναι μόνο μια κατάθλιψη αλλά πολλά παραπάνω.
    
 Η ανάγκη της δημιουργίας μιας εντελώς προσωπικής γλώσσας για την ερμηνεία και επικοινωνία όσων νιώθεις και όσων βλέπεις μπορεί να οδηγήσει στην συγγραφή... η και στην ψυχανάλυση. Ο ΝΦΓ επέλεξε και τις δυο μεθόδους κλείνοντας σαφέστατα προς την πρώτη. Η ψυχανάλυση και η λογοτεχνία έχουν ένα κοινό σημείο, προσεγγίζουν το άτομο ως ξεχωριστή οντότητα με την δική του ιστορία και τα προσωπικά του βιώματα. Μπορεί σε μια ψυχαναλυτική συνεδρία ο όρος κατάθλιψη να είναι αποδεκτός, πρέπει όμως να υπάρχει ο απαραίτητος χρόνος και η απαραίτητη συζήτηση έτσι ώστε να ξεδιπλωθεί η ιστορία του καθενός, να γίνουν αντιληπτές οι ατομικές ιδιαιτερότητες και τα αίτια του αδιεξόδου. Μπορεί στην πρώτη συνεδρία να είναι εύκολο να δώσεις τον χαρακτηρισμό κατάθλιψη, αλλά καθώς ο καιρός περνά, η ατομικότητα ξεπερνά τον ορισμό. Η υπέρβαση της κατάθλιψης επιτυγχάνεται με την καλλιέργεια της γλώσσας, άλλωστε τι παραπάνω είναι η ψυχανάλυση από μια γλωσσική θεωρία με τις έννοιες και τους κανόνες της. Ο ΝΦΓ το γνώριζε...
    
Στο κείμενο που περιλαμβάνεται στην «Αμερικανική Λήθη» με τον τίτλο «Παλιό καλό Νέον» ο συγγραφέας παρεμβαίνει στην ψυχαναλυτική συνθήκη μέσα από τους διαλόγους με τον Δρ Γκουσταφσον. Ένα κείμενο που ξεπερνά σε ενδιαφέρον και ακρίβεια πολλές από τις σύγχρονες κλινικές αναφορές στην διαδικασία της ψυχοθεραπείας. Η περιγραφή των συνεδριών, πέρα από απολαυστική, δείχνει ξεκάθαρα την σύγκρουση δυο διαφορετικών γλωσσικών φιλοσοφιών, την ψυχαναλυτική και την προσωπική του συγγραφέα, ας την πούμε λογοτεχνική σε μια προσπάθεια να ονοματίσουμε τους «αντιπάλους». Μεταξύ ψυχαναλυτή και κεντρικού χαρακτήρα εκτυλίσσετε μια ερμηνευτική μάχη, το στοίχημα είναι ποιος θα καταφέρει να ερμηνεύσει  ποιον, ποιος θα καταφέρει να κατηγοριοποιήσει ποιον. Η λύση τελικά δεν δίνεται καθώς ο ψυχαναλυτής πεθαίνει, μια Καφκικη εφεύρεση που μετά από την περιστρεφόμενη αναζήτηση για την λύση του προβλήματος ο θάνατος προβάλει σαν τον τελικό ερμηνευτή.  Στο «Παλιό καλό Νέον» ο κεντρικός χαρακτήρας πασχίζει να ερμηνεύσει και να κατατάξει τον ψυχαναλυτή πριν το κάνει  αυτός σ εκείνον. Η θεραπευτική ουσία μιας τέτοιας σύγκρουσης έχει την αξία της καθώς βλέπουμε τον χαρακτήρα πιστό στα ραντεβού του και στα χρονικά διαγράμματα πηγαίνοντας στις συνεδρίες για πάνω από ένα χρόνο. Το πρόβλημα που παρουσιάζεται είναι πως η ψυχαναλυτική γλώσσα δεν ήταν αρκετή για να δώσει τις απαραίτητες απαντήσεις με αποτέλεσμα να τον βυθίζει όλο και πιο βαθειά σ’ έναν εσωτερικό διάλογο προσπαθώντας ν ανακαλύψει ο ίδιος τον τρόπο να εκφραστεί και να επικοινωνήσει αυτά που σκέπτεται. Το συμπέρασμα είναι πως ο λόγος δεν είναι ποτέ αρκετός για να εκφράσει την σκέψη και πως ο καθημερινός λόγος είναι τόσο περιοριστικός που βυθίζει τον χαρακτήρα σ’ ένα σκληρό καθεστώς υπαρξιακής μοναξιάς, «What goes on inside is just too fast and huge and all interconnected for words to do more than barely sketch the outlines of at most one tiny little part of it at any given instance». Αυτό το οδυνηρό συμπέρασμα οδηγεί τον ΝΦΓ στην εγκατάλειψη της ψυχαναλυτικής θεωρίας και τη φυγή προς την συγγραφή. Ο Δρ Γκουσταφσον πεθαίνει και μαζί του πεθαίνει η ελπίδα της ψυχανάλυσης ως λύση. Η απώλεια της λύσης, το αδιέξοδο και η αδυναμία εύρεσης νοήματος από μέρος τους κεντρικού χαρακτήρα εκφράζεται και αυτή με τον θάνατο, για την ακρίβεια με την αυτοκτονία, μια πιθανή μαντεψια από μέρους του συγγραφέα, ίσως και μια ενδόμυχη απειλή που βρήκε τρόπο να ομολογηθεί με λέξεις. Το τελευταίο καταφύγιο μετά την ψυχανάλυση και μια πλειάδα new age μεθόδων είναι η συγγραφή. Ο προφορικός λόγος είναι ένας περιορισμένος τρόπος για να εκφράσει τα εσωτερικά του ζητήματα, για κάποιους είναι αρκετός, γι’ άλλους δεν είναι και ίσως αυτό ν’ αποτελεί μια από τις βασικές αφετηρίες της λογοτεχνίας σ’ όλο της το φάσμα. Το τραγικό του τέλος είναι η απόδειξη ότι ούτε η λογοτεχνία και ο γραπτός λόγος μπορούσαν να τον κρατήσουν στην ζωή...
    
 Πέρα από την ανάγκη του ΝΦΓ να κάνει χρήση της γραφής ως το απόλυτο μέσο έκφρασης απορρίπτοντας τον προφορικό λόγο ως περιοριστικό υπάρχει και κάτι ακόμα πιο ενδιαφέρον στο «Παλιό καλό Νέον». Είναι η καταγραφή της «ερμηνευτικής μάχης» που αποτελεί την ακρογωνιαία λίθο της πάλης του κάθε ατόμου να μην κατηγοριοποιηθεί και ερμηνευτεί από τους φορείς εξουσίας. Με τον όρο φορείς εξουσίας εννοώ τις κοινωνικές δομές που διαθέτουν την δύναμη να ορίζουν τους κανόνες, συμπεριφωρικους και λεκτικούς. Μερικοί από αυτούς είναι η οικογένεια, το σχολείο, η εκκλησία, το κράτος, η επιστήμη και στην περίπτωση μας η ιατρική.
   
Για να γίνει πιο κατανοητό, ας ξεκινήσουμε με την αρχή ότι οποιαδήποτε μορφή κατηγοριοποίησης είναι μια μορφή εφαρμογής της εξουσίας και θα εξηγήσω τι εννοώ. Σύμφωνα με τον Βρετανό ψυχαναλυτή Ντόναλντ Γουινικοτ η κατηγοριοποίηση των αντικειμένων γύρω μας είναι μια διαδικασία που ξεκινά από την πρώιμη βρεφική ηλικία και έχει σαν βασικούς φορείς τους γονείς και το οικογενειακό περιβάλλον. Η ονομασία αντικειμένων μας βοηθά να ορίσουμε μια κοινά αποδεκτή πραγματικότητα κάτω από την οποία καλούμαστε να ζήσουμε και να δημιουργήσουμε. Το βρέφος αρχίζει να μιλά και να μαθαίνει τα ονόματα των αντικειμένων, να ξεχωρίζει το τραπέζι από την καρέκλα και άλλα καθημερινά αντικείμενα, στην αρχή μέσο της βλεματικης επαφής (νεύμα η έκφραση επιβεβαίωσης) από τους γονείς, καθώς η γλώσσα ακόμα δεν έχει δημιουργηθεί. Το απαραίτητο του γονέα, που στην ουσία είναι αυτός που κατέχει τις κατηγορίες του κόσμου είναι η μετάδοση τους στο βρέφος και η τελική του διαμόρφωση σε ενήλικο, δηλαδή σ’ ένα ων που αντιλαμβάνεται την κοινά αποδεκτή πραγματικότητα και κινείται μέσα σε αυτή. Ο ρόλος του γονέα είναι αυτός της επικύρωσης αν κάτι είναι σωστό και κάτι όχι, του χεριού που επαναφέρει από την ρευστή σύσταση των κατηγοριών που έχει προσχηματίσει το παιδί σε μια συμπαγή κοινά αποδεκτή κατηγορία μιας κοινωνικής πραγματικότητας. Ένα ανάλογο θέμα πραγματεύεται και η ταινία «Κυνόδοντας» στην προσπάθεια να εξηγήσει πως αν σ ένα απομονωμένο περιβάλλον, ένα κλειστό σύστημα χωρίς εξωτερικά ερεθίσματα (οικογενειακό περιβάλλον), οι κατηγορίες διαμορφώνονται από την θετική η αρνητική ενίσχυση αυτού που κατέχει την εξουσία και την δύναμη να επιβεβαιώσει αν τα γεννητικά όργανα λέγονται «πληκτρολόγιο» η αν το αεροπλάνο μεταμορφώνετε σε ένα πλαστικό αεροπλανάκι που πέφτει στο γρασίδι του κήπου.
    
Η κατηγοριοποίηση είναι μια απαραίτητη κατάσταση η οποία ξεκινά από νωρίς και μας συντροφεύει για πάντα, είναι μια προσπάθεια οργάνωσης και δημιουργίας ενός εξωτερικού κόσμου. Το βρέφος «κλείνει» η παγιώνει τις κατηγορίες μέσο της αρνητικής η θετικής ενίσχυσης από τον γονέα, αν ο γονιός δεχτεί ότι μια λέξη είναι η απαραίτητη για την περιγραφή ενός αντικειμένου, τότε η επανάληψη ωθεί το βρέφος  σε μια σταθερή και απαράλλακτη λεκτική δημιουργία. Ο ρόλος του γονέα σηματοδοτεί για το παιδί την πρώτη επαφή με την εξουσία που στην πορεία μετουσιώνεται και παραλαμβάνεται από φορείς όπως το σχολείο και το κράτος, φορείς δηλαδή που έχουν την δύναμη να ορίσουν αν κάτι πρέπει να γίνεται η να ονομάζεται με ένα συγκεκριμένο τρόπο.
    
Τα πράγματα βέβαια είναι σχετικά απλά με την κατηγοριοποίηση του εξωτερικού κόσμου η του κόσμου των αντικειμένων. Για την οργάνωση του εσωτερικού κόσμου κρίνεται απαραίτητη η κατηγοριοποίηση των ψυχικών διεργασιών και των συναισθημάτων έτσι ώστε να επιτυγχάνεται η επικοινωνία σε μια κοινή βάση. Όταν γεννιούνται ερωτήματα για το ποιος είμαι, η τι είναι αυτό που νιώθω τότε οι απαντήσεις έρχονται συνήθως από τους άλλους, στην προκείμενη από τους γονείς. Οι γονείς μας λένε ποιοι είμαστε η μας εξηγούν τι είναι το κάθε συναίσθημα που  νιώθουμε και προσπαθούμε να περιγράψουμε, αργότερα αποδεχόμαστε η απορρίπτουμε τους τρόπους με τους οποίους μας έχουν προσδιορίσει. Κατά την πορεία μας μπορεί να αφαιρέσουμε από τον εαυτό μας την αλλότρια ταυτότητα που οι γονείς μας έχουν εξοπλίσει και να δημιουργήσουμε με τις πράξεις και τις επιλογές μας μια προσωπική. Πέρα από αυτό, είναι κάτι παραπάνω από δεδομένο, ότι η πρώτη κοινωνική ταυτότητα στην ουσία επιβάλλεται, μαθαίνουμε να είμαστε αυτό που οι άλλοι μας επιβάλλουν.
    
Για πολλά χρόνια οι παραπάνω εσωτερικές διεργασίες ήταν αντικείμενο περιγραφής και διερεύνησης των φιλοσόφων, λογοτεχνών και ποιητών, κάτι τέτοιο αλλάζει με την εμφάνιση του Σίγκμουντ Φρόιντ και την δημιουργία της ψυχανάλυσης, η οποία έρχεται να συμπυκνώσει την φιλοσοφική γνώση κατασκευάζοντας μια σύνθετη γλώσσα για την κατηγοριοποίηση των εσωτερικών διεργασιών. Ενώ λοιπόν η κατηγοριοποίηση αντικειμένων του εξωτερικού κόσμου όπως μια καρέκλα η ένα τραπέζι είναι κάτι σχετικά εύκολο και λιγότερο αμφισβητήσιμο, η κατηγοριοποίηση ενός εσωτερικού συναισθήματος όπως η θλίψη κινείται σε μια πιο ιδιωτική σφαίρα. Η ψυχανάλυση έρχεται να δώσει λόγο και λέξεις σε εσωτερικές ψυχικές διεργασίες που μέχρι τότε δεν είχαν όνομα, η το όνομα τους εξαρτιόταν από την προσωπική εσωτερική αναζήτηση και δημιουργική δυνατότητα του καθενός. Κάτι ανάλογο κάνουν οι ποιητές, βουτούν στον εσωτερικό τους κόσμου και τον φέρνουν στην επιφάνεια με την μορφή λόγου, του δίνουν φωνή ελευθερώνοντας τον από την εσωτερική σιωπή του. Δεν είναι άλλωστε τυχαίο πως ο Φρόιντ δήλωσε πως «όπου και αν με πήγαν οι θεωρίες μου, βρήκα ότι ένας ποιητής είχε ήδη πάει εκεί». Με λίγα λόγια, η ψυχανάλυση έρχεται σαν ένας μεταφορικός γονέας, σαν ένας «Μεγάλος Άλλος» για να χρησιμοποιήσουμε την Λακανική έκφραση και ονοματοδωτει, κατηγοριοποιεί και κατατάσσει τις εσωτερικές διεργασίες με μια καινούργια γλώσσα που φαίνεται να προσφέρει μια μεθοδολογία η οποία παρέχει στον καθένα μέσω της προσωπικής ανάλυσης, την δυνατότητα οργάνωσης και κατηγοριοποίησης του εσωτερικού του κόσμου. Μέχρι εδώ όλα καλά, που εντοπίζεται όμως η διαφορά μεταξύ της προ- και μετά- ψυχαναλυτικής περιόδου;
    
Μια από της πιο χαρακτηριστικές θέσεις του Μισέλ Φουκώ στην «Ιστορία της Τρέλας» είναι πως η ψυχανάλυση εμφανίζεται ιστορικά στα τέλη του 18ου αιώνα με σκοπό να φέρει στο φως την εσωτερική διεργασία, να βγάλει από το βουβό κέλυφος την εσωτερική φωνή δίνοντας της όνομα και υπόσταση. Ο Φρόιντ δημιούργησε μια διαδικασία όπου η καταπιεσμένη εσωτερική φωνή αποκτούσε λόγο μέσω της ψυχανάλυσης. Δεν υπάρχει τίποτα κακό στην συγκεκριμένη σύλληψη. Το πρόβλημα δημιουργήθηκε εξ αιτίας της ιατρικής του ιδιότητας, κάτι που περιπλέκει τα πράγματα. Η προσπάθεια του γιατρού Φρόιντ και όχι του Φρόιντ λογοτέχνη η φιλοσόφου, έρχεται να επιβάλει έναν ερμηνευτικό περιορισμό και μια κατηγοριοποίηση των εσωτερικών διεργασιών σε ομαλές και ανώμαλες, σε άρρωστες και υγιείς, συμπαγείς κατηγορίες με ιατρική υπόσταση που χρίζουν θεραπείας. Έκανε αυτό που ο Ρόναλντ Ντ. Λάινγκ  στο «Διχασμένο Εαυτό» ονομάζει ως αμυντική θεωρία, «Ο Φρόιντ βυθίστηκε σε μεγάλα βάθη φέρνοντας στην επιφάνεια το κεφάλι της μέδουσας, έπρεπε να δημιουργήσει μια αμυντική θεωρία για να μην παγώσει από το βλέμμα της».
    
Η ψυχαναλυτική μέθοδος φέρνει στο φως την ανθρώπινη υπόσταση αλλά με ένα κόστος, την μετατρέπει σε ιατρική οντότητα και την χρίζει κατάλληλη για θεραπεία.  Σε στενή συνεργασία με τον ψυχιατρικό λόγο μεταμορφώνει το υλικό που είχε αντλήσει  από την  λογοτεχνία και την φιλοσοφία σε μια γλώσσα αρκετά πιο περιεκτική από την ιατρική της εποχής,  αλλά πολύ περιοριστική ως προς την ετερογένεια και τις ατομικές απαιτήσεις του καθενός. Το οιδιπόδειο σύμπλεγμα, οι νευρώσεις και οι υστερίες ήταν οι νέες λέξεις που εισήγαγε σε μια προσπάθεια να ερμηνεύσει και να κατηγοριοποιήσει τα ψυχικά φαινόμενα.  Η επιρροή της ψυχανάλυσης στην σύγχρονη ψυχιατρική δημιουργεί μια νέα γλώσσα βασισμένη σε ιατρικούς ορους που έρχεται να ερμηνεύσει τις εσωτερικές διεργασίες ως παθολογικές η μη παθολογικές. Η ψυχιατρική υιοθετεί μια ιατρική γλώσσα περιγράφοντας την εσωτερική κατάσταση με φτωχούς, συμπτυγμένους ορους που αντλεί από την βιολογία και την νευρολογία, μιλά για συμπτώματα, για βιοχημική ανισσοροπια και ανωμαλία. Σε αυτό το ιστορικό σημείο εμφανίζεται και η κατάθλιψη, σαν μια ιατρική οντότητα με τα χαρακτηριστικά που αναφέρθηκαν στην αρχή.
    
Το ερώτημα είναι καλά ολ’ αυτά, πως όμως συνδέονται με την περίπτωση του ΝΦΓ; Κατά την γνώμη μου, ένας συγγραφέας του μεγέθους του ΝΦΓ, με την θρησκευτική του πίστη στην δύναμη των λέξεων θα ήταν αδύνατο να μην αντιτάξει στην στέρηση της έκφρασης από το συναίσθημα και το βίωμα του ανθρώπου που περιέχετε στον περιοριστικό ψυχιατρικό λόγο, κείμενα σαν το «Παλιό Καλό Νέον» η το πρώιμο «Τhe Depressed Person», μια συγκινητική περιγραφή της ζωης ενός έφηβου που παλεύει με τις εσωτερικές του ανησυχίες. Ο Καμυ θα έλεγε πως ο ΝΦΓ ενσαρκώνει έναν σύγχρονο μεταφυσικό επαναστάτη, έναν χαρακτήρα που η μοναδική του επανάσταση είναι η εσωτερική, ενάντια σε θεσμούς που παρεμβαίνουν αυταρχικά περιορίζοντας το προσωπικό του νόημα επιβάλλοντας κατηγορίες με την δύναμη των λέξεων. Η κατάθλιψη δεν σκότωσε τον ΝΦΓ και η κατάθλιψη δεν ήταν ο ΝΦΓ παρά μόνο ένα κομμάτι του που μέχρι κάποιο σημείο ήταν διαχειρίσιμο. Είναι πράγματι τραγικό να παλεύεις με μια κατηγορία, μ’ ένα χαρακτηρισμό, εκδίδοντας τόνους σπουδαίων κειμένων που φανερώνουν βαθύτατη σκέψη και μοναδική ανάλυση της σύγχρονης πραγματικότητας σε μια προσπάθεια να δείξεις τον δρόμο που ο σύγχρονος άνθρωπος οδηγείτε σε αδιέξοδα χάνοντας τον εαυτό του μέσα σε μια αφθονία από πειρασμούς και πληροφορίες. Είναι επίσης τραγικό να το πετυχαινεις και να μην αναγνωρίζεις στον εαυτό σου την επιτυχία. Τέλος, είναι ακόμα πιο τραγικό να παλεύεις μια ζωή για την έκφραση, την άρνηση της ομαδοποίησης, της κατάταξης σ’ ένα είδος, αυτό να σε σκοτώνει και μετά θάνατον, όταν η δράση πια σταματά, όλο αυτό να γκρεμίζετε περιορίζοντας την ζωή σου στον χαρακτηρισμό του καταθλιπτικού. Αυτό που αφήνει πίσω του ο ΝΦΓ είναι η δυνατότητα επιλογής μεταξύ της πλούσιας γλωσσολογικής δύναμης της λογοτεχνίας η της περιορισμένης ιατρικής ορολογίας για να αντιληφτούμε τις εσωτερικές μας αγωνίες, καλό είναι να ξέρουμε που βρίσκονται οι μύθοι και τα φαντάσματα, άλλωστε, every love story is a ghost story.


1 σχόλιο:

ConspiRaki Theologist είπε...

Δεν υπάρχει κατάθλιψη, υπάρχουν απλά άνθρωποι που δεν γαμιούνται :)