by De-Lira
Η ψυχανάλυση γεννήθηκε όταν ο Φρόιντ εγκατέλειψε την μεθοδολογία της νευρολογίας για μια νέα προσέγγιση στις νοητικές επιστήμες. Μέσα από την συνεργασία με τον Γιόζεφ Μπροιερ κατέληξε σε μια μέθοδο που του επέτρεπε να συνδέσει τα συμπτώματα των ασθενών με γεγονότα του παρελθόντος που είχαν ήδη ξεχαστεί η κρυφτεί. Η βασική θεραπευτική προσέγγιση βασιζόταν στο γεγονός πως αν αυτά τα παρελθοντικά γεγονότα έφταναν στην μνήμη του ασθενούς σε συνειδητό επίπεδο τα συμπτώματα θα εξαφανίζονταν.
Η θεραπεία των συμπτωμάτων επιτυγχανόταν με την μέθοδο των ελεύθερων συνειρμών αλλά και την ανάλυση των ονείρων που αποτέλεσε την βάση για την διαμόρφωση της ψυχαναλυτικής θεωρίας. Ο Φρόιντ παρατήρησε ότι τα όνειρα συνδέονταν με παλαιότερες εμπειρίες με τον ίδιο τρόπο που συνδέονταν και τα συμπτώματα των ασθενών. Το αποτέλεσμα αυτής της παρατήρησης συνοψίζεται στην ερμηνεία των ονείρων που εκδόθηκε το 1900 και για πολλούς λόγους αποτέλεσε την αφετηρία της ψυχανάλυσης σαν θεραπευτική και φιλοσοφική προσέγγιση.
Η έννοια της σημασίας των ονείρων αποτελεί γεγονός που εξελίχθητε από τον Φρόιντ αλλά στην ουσία ήταν μια θεματολογία που απασχολούσε τους φιλόσοφους πριν από αυτόν. Στα μέσα του 19ου αιώνα ο Biran συνδέει τα όνειρα με την έννοια του ασυνειδήτου, συγκεκριμένα εισάγει την θεωρία της συνείδησης και της απώθησης συνδέοντας την απώθηση με το φαινόμενο του ύπνου και των ονείρων. Ο Biran πίστευε ότι τα όνειρα εμφανίζονται στον ύπνο όπου υπάρχει απώλεια συνείδησης και αφανισμός του εγώ, κάτι που θυμίζει αρκετά την φροϋδική προσέγγιση.
Η ανάλυση των ονείρων
Η ερμηνεία των ονείρων βασίζεται σε μια απλή ιδέα που μπορεί να διευρυνθεί σε πολλές εκδηλώσεις της καθημερινής ζωης. Για τον Φρόιντ τα όνειρα αποτελούσαν καταπιεσμένες επιθυμίες, ο ρόλος τους ήταν η παρέμβαση μεταξύ αυτού που ονειρεύεται και της επιθυμίας του, έχοντας σαν βασικό στόχο την εκπλήρωση της επιθυμίας (wish fulfilment). Για να το αντιληφθούμε καλύτερα πρέπει να καταλάβουμε τον ρόλο της δράσης που υποκινείτε από την επιθυμία. Αν υποθέσουμε ότι η επιτυχία της ικανοποίησης μιας επιθυμίας όπως η δίψα είναι «να πιω νερό» τότε αυτόματα η δράση θα είναι «πίνω νερό» έτσι ώστε η επιθυμία να ικανοποιείτε και το άτομο βιώνει την εμπειρία ότι «έχει νερό», όταν η επιθυμία ικανοποιείτε η δράση σταματά.
Μπορούμε λοιπόν να καταλήξουμε ότι η επιθυμία ρυθμίζεται από την δράση η από τα πιστεύω, δηλαδή μια μορφή αναπαράστασης της κατάστασης όπου η επιθυμία ικανοποιείται.
Η εργασία του Φρόιντ μας δείχνει ότι τα όνειρα και τα συμπτώματα στην ουσία αποτελούν μορφές αναπαράστασης μιας κατάστασης που έχει ως βασικό στόχο την ρύθμιση της επιθυμίας υπό το καθεστώς απώλειας μιας κατάστασης που ικανοποιεί την πραγματική επιθυμία. Αν δεχτούμε κάτι τέτοιο, το παράδειγμα με την δίψα μετατρέπεται ως εξής, κάποιος που κοιμάται και διψά, ονειρεύεται ότι πίνει νερό, άρα η πραγματική επιθυμία «θέλω να πιω νερό» ικανοποιείτε από την ονειρική εμπειρία «πίνω νερό» χωρίς όμως πραγματική πρόσβαση στο νερό. Το αποτέλεσμα του ονείρου φαίνεται να έχει καταπραϋντική δράση για την δίψα. Η αδυναμία του ονείρου να ικανοποιήσει την πραγματική δίψα καταλήγει στο ξύπνημα του ονειρευομενου.
Η βασική ερώτηση που προκύπτει από το παραπάνω είναι κατά πόσο το όνειρο, δηλαδή η φαντασιακή ικανοποίηση της επιθυμίας μετατρέπεται σε πραγματική ικανοποίηση. Η συνεισφορά της ψυχανάλυσης είναι η συνειδητοποίηση του νοήματος του ονείρου και η συνειδητοτητα του εγώ για την πραγματική επιθυμία. Η ονειρική αναπαράσταση της δράσης πίνω νερό παρουσιάζει μια πραγματική επιθυμία η οποία δεν ικανοποιείτε παρά μόνο στο φαντασιακό κομμάτι.
Στην ανάλυση των ονείρων της ένεσης της Ιρμα (Irma’s injection) ο Φρόιντ παρέχει οδηγίες για το πώς είναι χρήσιμο να γίνεται η ανάλυση των ονείρων. Ξεκινά επικεντρώνοντας τις παρατηρήσεις του στις εσωτερικές διεργασίες του θεραπευομενου γύρο από το όνειρο αποφεύγοντας παρεμβάσεις που μπορούν να τον αποτρέψουν από τους ελεύθερους συνειρμούς. Στην συνέχεια επικεντρώνετε στις ημέρες πριν την ανάλυση του ονείρου προσπαθώντας να συνδέσει το ονειρικό περιεχόμενο με την ζωή του θεραπευομενου. Τελειώνοντας, γίνεται μια περίληψη του ονείρου που επιτρέπει στον θεραπευομενο να εντοπίσει το κοινό έδαφος του ονείρου με την πραγματική δράση.
Η μεθοδολογία του Φρόιντ προκύπτει από την προσωπική ανάλυση του ονείρου της ένεσης της Ιρμα. Στο συγκεκριμένο όνειρο η ασθενής του Ιρμα υποφέρει από μια τοξική ένεση που της έχει κάνει ο Otto, συνεργάτης του Φρόιντ. Κατόπιν ανάλυσης ο Φρόιντ συνειδητοποιεί ότι η δραστηριότητα του ονείρου είναι η ικανοποίηση της επιθυμίας του Φρόιντ να μην είναι υπεύθυνος για την οδύνη της Ιρμας που προκύπτει από τα συμπτώματα της. Προχωρώντας στην ανάλυση ο Φρόιντ εντοπίζει ένα βαθύτερο νόημα που είναι η ευθύνη του για τον θάνατο ενός ασθενούς μετά την χορήγηση ενός τοξικού φαρμάκου χρόνια πριν αλλά και τον θάνατο ενός φίλο του μετά από χορήγηση ισχυρής δόσης κοκαΐνης. Η ανάλυση του ονείρου έχει ως αποτέλεσμα την ικανοποίηση της ανησυχίας για την οδύνη της Ιρμα σε συνδυασμό με την ικανοποίηση τραυματικών εμπειριών του παρελθόντος.
Βλέπουμε λοιπόν ότι η λειτουργία του ονείρου ακολουθει την μεθοδολογία της μεταφοράς. Ένα πραγματικό τραυματικό γεγονός μεταφέρεται με διαφορετική μορφή στο όνειρο. Η ανάλυση του στοχεύει στην σύνδεση με την πραγματική επιθυμία και την επίλυση της.
Ψυχανάλυση και μεταφορά
Επικρατεί λοιπόν η άποψη ότι το βασικό εργαλείο της ψυχαναλυτικής θεραπείας είναι η ανάλυση της μεταφοράς σαν ένα από τα βασικότερα συστατικά που υποκινεί την ανθρώπινη δραστηριότητα. Ο γλωσσολόγος Lakoff τονίζει ότι «οι συμβολισμοί των ονείρων όπως προσεγγίζονται από την ψυχανάλυση κάνουν χρήση των μεταφορικών συστημάτων που χρησιμοποιούμε στην καθημερινή ζωή». Το υποσυνείδητο μεταφορικό σύστημα που δημιουργεί τα όνειρα είναι παρόν στην καθημερινή ζωή συνδέοντας τα κρυμμένα μηνύματα και τις εικόνες με τρόπο που μπορούμε να κατανοήσουμε.
Ο ρόλος του αναλυτή στην ψυχανάλυση είναι να μετατρέψει σε συνειδητό το περιεχόμενο του αναλυόμενου που είναι ως επί το πλείστον άγνωστο. Η επικοινωνία μεταξύ των δυο επιτυγχάνεται με την χρήση της μεταφοράς επιτρέποντας στον αναλυόμενο να ξανακερδίσει πρόσβαση στο μεταφορικό του σύστημα.
Το νόημα της χρήσης της μεταφοράς βασίζεται στην αδυναμία της γλώσσας να εκφράσει τους αυθαίρετους συνειρμούς και σκέψεις. Στην ψυχαναλυτική διαδικασία επιτυγχάνεται η ερμηνεία του μεταφορικού συστήματος του αναλυόμενου μέσο των ελεύθερων συνειρμών και της ανάλυσης των ονείρων προσφέροντας σύνδεση της μεταφοράς με την πραγματική ζωή.
Ο Holmes προτείνει ότι το βασικό εργαλείο της ψυχαναλυτικής θεραπείας, η μεταβίβαση και η μεταφορά είναι το ίδιο πράγμα. Η λέξη μεταφορά που μεταφράζεται στην μετακίνηση μιας έννοιας η ενός πράγματος από ένα σημείο σε ένα άλλο έχει σαν σκοπό την σύνδεση της φαντασίας με την πραγματικότητα, του εσωτερικού με το εξωτερικό. Με τον ίδιο τρόπο η μεταβίβαση, χρησιμοποιώντας το μεταφορικό σύστημα συνδέει τα συναισθήματα και τις εμπειρίες της παιδικής ηλικίας με το πρόσωπο του ψυχαναλυτή μέσο της προβολής.
Μεταφορά και ψυχοπαθολογία
Η ψυχαναλυτική γλώσσα είναι κατά κύριο λόγο μια μεταφορική γλώσσα και οι κύριες εκδηλώσεις της είναι μέσο της ανάλυσης των ονείρων. Η ανάλυση της μεταφοράς δίνει την δυνατότητα στην ψυχανάλυση να αποκωδικοποιήσει πολλές από τις γνωστές ψυχοπαθολογιες. Άλλωστε δεν είναι τυχαίο ότι ο Carl Jung ορίζει την τρέλα σαν ένα όνειρο που έχει αντικαταστήσει την συνειδητοτητα, μια κατάσταση όπου οι μεταφορές εκλαμβάνονται ως κυριολεξίες. Ο Mojtabai αναφέρει ότι μέσω της ψυχανάλυσης διαπιστώνουμε ότι οι ψευδαισθήσεις και τα όνειρα έχουν ένα κοινό σημείο, είναι και τα δυο μια μορφή λανθασμένου πιστεύω. Στην ίδια γραμμή ο Davidson υποστηρίζει ότι «μόνο όταν μια φράση εκλαμβάνεται ως λάθος την αντιλαμβανόμαστε ως μεταφορά και στην συνέχεια ψάχνουμε να εντοπίσουμε την κρυμμένη της υπόδειξη». Στα όνειρα, το περιεχόμενου του ονείρου εκλαμβάνεται ως ψευδές εντοπίζοντας το μεταφορικό του περιεχόμενο και στην συνέχεια προχωραμε στο κυριολεκτικό πραγματικό του μήνυμα. Στην περίπτωση μιας σοβαρής ψυχοπαθολογίας, όπως μια παραίσθηση, ο διαχωρισμός μεταξύ του μεταφορικού και του κυριολεκτικού μηνύματος δεν υφίσταται καταλήγοντας στην εκκεντρικότητα της συμπεριφοράς που χαρακτηρίζει ανάλογες καταστάσεις.
Ο Segal περιγράφει το περιστατικό ενός βιολιστή που κατόπιν εκδήλωσης ενός σχιζοφρενικού επεισοδίου αρνούνταν κατηγορηματικά να ξαναπαίξει βιολί. Όταν ρωτήθηκε το λόγο απάντησε «Περιμένεις να αυνανιστώ δημοσίως;». Αυτό μπορεί να ερμηνευθει σαν η σημασία του παιξίματος βιολιού να βιώνεται βάση μιας μεταφορικής σύνδεσης με δραστηριότητες που αφορούν κατά κύριο λόγο το σώμα. Κατά κάποιο τρόπο δηλαδή η δυνατότητα μεταφορικών συνδέσεων είχε παψει να υφίσταται.
Ένα άλλο παράδειγμα από τον ίδιο κλινικό είναι αυτό ενός 10 χρόνου αυτιστικού κοριτσιού που παρουσίασε κρίσεις πανικού όταν μια νοσοκόμα κατά την διάρκεια μιας αιμοληψίας της απευθύνθηκε λέγοντας «δώσε μου το χέρι σου, δεν θα πονέσει..». Ο έντονος φόβος της αποδόθηκε στο γεγονός ότι νόμιζε πως της ζήτησε το ίδιο της το χέρι με αποτέλεσμα να ηρεμίσει όταν της ζητήθηκε να τεντώσει απλά το χέρι της. Σε περιπτώσεις αρνητικών συμπτωμάτων σχιζοφρένειας όπου η αυτιστική σκέψη είναι ένα από τα βασικά συμπτώματα ζητήθηκε από έναν ασθενή ενώ καθόταν στο τραπέζι «μπορείς να μου δώσεις το αλάτι;», αυτός απάντησε πως «μπορεί» χωρίς να κάνει κάποια κίνηση να το δώσει. Κάτι τέτοιο ερμηνεύετε σαν μια κατάρρευση της μεταφορικής συνοχής.
Τελευταίο παράδειγμα έρχεται από το Μπόιλερ, τον νονό της σχιζοφρένειας και αυτόν που στην ουσία μετονόμασε την Κρεπελιανη dementia praecox σε σχιζοφρένεια. Στο βιβλίο του dementia praecox or the group of schizophrenics αναφέρει το παράδειγμα μιας ασθενής που στην αρχή της θεραπείας ισχυριζόταν πως είναι η Ελβετία, στην συνέχεια άλλαξε και ισχυρίζονταν πως είναι η ελευθερία. Ο Μπλοιλερ καταλήγει στο συμπέρασμα της σημασιολογικής αντικατάστασης της έννοιας της ελευθερίας με την Ελβετία ως χώρα επιδεικνύοντας μια χαρακτηρολογικη σύγχυση της μεταφοράς.
Η ανάλυση της μεταφοράς στις επιστήμες
Η ανάλυση της μεταφοράς από την ψυχανάλυση πέρα από την θεραπεία νευρωτικών συμπτωμάτων αλλά και την βαθύτερη ανάλυση της συμπεριφοράς που εκδηλώνουν άτομα με σοβαρότερες ψυχοπαθολογιες αποδεικνύεται αρκετά αποκαλυπτική στον τρόπο με τον οποίο δημιουργούνται τα θεωρητικά μοντέλα των επιστήμων.
Συγκεκριμένα, ο Gentner αναφέρει ότι ο βασικός ρόλος της μεταφοράς είναι «η ακριβής πρόβλεψη σε έναν άγνωστο χώρο βασιζόμενη στις γνωστές προβλέψεις ενός γνωστού χώρου». Στο ίδιο μήκος κύματος ο Mojtabai ερμηνεύει την μεταφορά σαν την μετακίνηση μιας έννοιας από έναν γνωστό χώρο σε έναν άγνωστο. Υποστηρίζει ότι η χρήση της μεταφοράς είναι παρόν στον τρόπο με τον οποίο η επιστήμη αλλά και η ψυχολογία ορίζει και κατηγοριοποιεί τις διαταραχές. Φράσεις όπως «εκρήξεις θυμού» και «επιθέσεις άγχους» είναι μεταφορές από έναν γνωστό εξωτερικό χώρο σε έναν εσωτερικό άγνωστο.
Πολλές φορές περιγράφουμε τα συναισθήματα μας σαν υγρά, σκεφτομαστε τον θυμό σαν ένα νερό που βράζει, οπότε το άτομο που βράζει πρέπει να ηρεμίσει, να «σταματήσει να βράζει». Άλλες φορές ο φόβος παρουσιάζεται ως πάγωμα, σαν ένα υγρό που παγώνει, η πηγή του τρόμου προκαλεί πάγωμα των αντιδράσεων με αποτέλεσμα το άτομο να μένει ακίνητο, αδυνατώντας να ενεργήσει, «παγωμένο».
Πέρα από τις παρομοιώσεις υγρών η σκέψη και ο εγκέφαλος παρουσιάζονται σαν ένα σπίτι, αυτό φαίνεται όταν σε κάποιον που διαρκώς ξεχνά πράγματα χτυπάμε το μέτωπο σαν να χτυπάμε μια πόρτα ρωτώντας αν είναι κάποιος μέσα.. Συχνά αναφερόμαστε στην νόηση σαν «το σπίτι του ορθολογισμού», «τα μάτια είναι το παράθυρο της ψυχής», «οι αισθήσεις είναι οι πόρτες της αντίληψης». Ο εντοπισμός της μεταφορικής διαδικασίας δεν είναι εύκολος να παρατηρηθεί καθώς έχει περάσει στην καθομιλουμένη καθαρά λόγο χρόνιας χρήσης και συνήθειας.
Υποστηρίζοντας τα παραπάνω ο Hopkins αναφέρει ότι ένα από τα βασικά συστατικά της ανθρώπινης συμπεριφοράς είναι ότι σε αντίθεση με τα ζώα ο άνθρωπος έχει τη δυνατότητα να αναλύσει την σκέψη του αλλά και την σκέψη των άλλων. Αντιλαμβανόμαστε την συμπεριφορά μας σαν αποτέλεσμα του νευρικού μας συστήματος με την βασική διαφορά ότι δεν έχουμε καμία οπτική επαφή με τον τρόπο τον οποίο γίνεται με αποτέλεσμα να δημιουργείτε αυτόματα η ανάγκη να αναπτύξουμε αναπαραστάσεις τις συμπεριφορές μας στα τυφλά. Ένα παράδειγμα θα μπορούσε να είναι ο πονόδοντος. Η περιοχή του πόνου είναι ορατή από τους άλλους, αλλά η εμπειρία του πόνου είναι μια καθαρά εσωτερική διαδικασία με ιδιωτικά χαρακτηριστικά. Ο πόνος είναι μια εμπειρία που κανείς δεν μπορεί να νιώσει με τον ίδιο τρόπο και αυτό γιατί η εσωτερική του σύσταση δεν μπορεί να βιωθεί όμοια από τον άλλο. Ο Hopkins υποστηρίζει ότι «Η αντικειμενικότητα των αντικειμένων όπως για παράδειγμα ένα τραπέζι, φαίνεται να υπάρχει σε έναν εξωτερικό δημόσιο χώρο με αποτέλεσμα να παρατηρείται από πολλά άτομα. Αυτός είναι ο χώρος που βιώνουμε ότι κατέχουμε αν σκεφτούμε τον εαυτό μας εξωτερικά. Η εσωτερική εμπειρία του τραπεζιού όμως είναι απόλυτα διαφορετική καθώς κατά κάποιο τρόπο το αποκοβουμε από τον δημόσιο χώρο προβάλλοντας το σ έναν ιδιωτικό μοναδικό».
Αν συλλογιστούμε τα παραπάνω μπορούμε να καταλάβουμε τον λόγο που χρησιμοποιούμε εκφράσεις όπως «εκρήξεις θυμού», η παρομοιώσεις των συναισθημάτων σαν υγρά μέσα σε δοχεία. Ένα κοινό παράδειγμα θα μπορούσε να είναι ο τρόπος με τον οποίο αναπαριστούμε την δομή του ατόμου σήμερα, σαν μια σφαίρα που γύρο της περιστρέφονται άλλες μικρότερες, τα νετρόνια και τα πρωτόνια. Μια ανάλογη μεταφορά θα ήταν αδύνατη σε μια παλαιότερη κοινωνία, το παράδειγμα της εικόνας του ατόμου ως σφαίρα πρόεκυψε από την στιγμή που αποκτήσαμε οπτική επαφή με το σύμπαν και τους πλανήτες δορυφόρους σαν σφαίρες που περιστρέφονται γύρο από άλλες σφαίρες. Βλέπουμε λοιπόν ότι χρησιμοποιούμε την μεταφορά για να αναπαραστήσουμε κάτι εσωτερικό, που δεν έχουμε οπτική επαφή. Η μεταφορά στην επιστήμη χρησιμεύει για την αναπαράσταση ενός εσωτερικού αόρατου σ ένα εξωτερικό ορατό.
Μια έρευνα από τους Gentner & Grudin το 1985 ανέλυσε την ιστορία της μεταφοράς στον τομέα της ψυχολογίας. Συγκεκριμένα εντόπισαν τις μεταφορές που χρησιμοποιούνταν σε μια πλειάδα δημοσιεύσεων από το 1894 έως το 1975 εντοπίζοντας σημαντικές αλλαγές στους τομείς των μεταφορικών αναπαραστάσεων. Κατέγραψαν την αφετηρία των θεωριών σαν μεταφορικά σχήματα που αντλούνται από την φύση, στην συνέχεια άλλαξαν σε μεταφορές σχετικά με τον χώρο και τέλος σε μεταφορές που είχαν σαν παράδειγμα τον τρόπο λειτουργιάς των ηλεκτρονικών υπολογιστών. Κάτι τέτοιο είναι εμφανές αν αναλύσουμε τα βασικά κινήματα στον χώρο της ψυχολογίας. Ξεκινάμε με το θρησκευτικό μεσαιωνικό σύστημα όπου ερμήνευε την ανθρώπινη συμπεριφορά σαν υποχείριο δαιμονικών και αγγελικών δυνάμεων. Υπάρχει το συμπεριφοριστικό σύστημα μεταφοράς που βλέπει τον ανθρώπινο ψυχισμό σαν ένα σύνολο νευρώνων που με την κατάλληλη επιβράβευση η τιμωρία, πράττει ανάλογα, με τον ίδιο τρόπο που το αίτιο δημιουργεί το αποτέλεσμα στα μαθηματικά. Υπάρχει το γνωστικό σύστημα μεταφοράς που βλέπει τον εγκέφαλο σαν ένα λογισμικό που επεξεργάζεται πληροφορίες και ανάλογα με τα γνωσιακά του σχήματα έχει ανάλογες αντιδράσεις. Τέλος υπάρχει το φροϋδικό που βασίζεται στις θεωρίες των εγκεφαλικών βλαβών (Lesions), μια ντετερμινιστική εξήγηση των νευρολογικών παθήσεων (π.χ. Βλάβη στον κροταφιαίο λοβό προκαλεί αλλαγή της συμπεριφοράς και επιληπτικές κρίσεις). Οι εισηγητές της έρευνας υποστήριξαν ότι ιστορικά οι μεταφορές εμφανίζουν μεγαλύτερη συνοχή και ακρίβεια στις περιγραφές αγνώστων φαινομένων.
Αν λοιπόν σκεφτούμε ότι ο τρόπος που νοηματοδοτουμε τις πράξεις μας είναι κατά κύριο λόγο μεταφορικός τότε η καθημερινές μας συναναστροφές είναι κ αυτές μεταφορικές. Το πρόβλημα είναι ότι τις περισσότερες φορές η μεταφορά συνηθίζεται σε τόσο μεγάλο βαθμό που είναι αδύνατο να εντοπίσουμε την πραγματική της σύσταση, η ψυχανάλυση σαν μια τεχνική ερμηνείας της μεταφοράς παρέχει των φιλοσοφικό τρόπο για την ανάλυση και την προώθηση καλύτερων και πιο συγκροτημένων επιστημονικών θεωριών.
Η μεταφορά στο πρόβλημα της ύλης και της νόησης
Η ανάλυση της μεταφοράς μπορεί να μεταφερθεί και στο τρόπο με τον οποίο η σύγχρονη νευροψυχολογια και ψυχιατρική αντιλαμβάνεται την συμπεριφορά. Όπως αναλύθηκε παραπάνω η εξελικτική διαδικασία μας έχει διαμορφώσει έτσι ώστε να αντιλαμβανόμαστε την λειτουργία των νευρώνων, την υλική δομή της σκέψης, με τρόπους ανάλογους με αυτούς που ερμηνεύουμε την κίνηση αντικειμένων μέσα σε έναν εξωτερικό χώρο (μετακίνηση ενός επίπλου από ένα χώρο Α σε ένα χώρο Β). Ο βασικός λόγος που καταφεύγουμε στην ανάλογη λειτουργία όπως έδειξα παραπάνω είναι η αδυναμία να αναπαραστήσουμε την εσωτερική λειτουργία των νευρώνων μέσο της όρασης η της αφής.
Για έναν βιολογικά κατευθυνόμενο ερευνητή όλες οι λειτουργιές και συμπεριφορές έχουν νευρολογικό υπόβαθρο και κάτι τέτοιο θεωρείτε μια λογική εξήγηση. Αν επανέλθουμε στο παράδειγμα του πονόδοντου που ανέφερα παραπάνω τότε μπορούμε να πούμε ότι βιώνεται σαν μια νευρολογική διεργασία, κάποιες νευρολογικές λειτουργιές συμβαίνουν με αποτέλεσμα να νιώθουμε πόνο. Στο συγκεκριμένο παράδειγμα η νευρολογική λειτουργία του πονόδοντου είναι ξεκάθαρη και αντικείμενο εμπειρικής νευρολογικής μελέτης. Αν σε ένα φανταστικό σενάριο είχαμε έναν άνθρωπο που δεν είχε νιώσει ποτέ πονόδοντο και του μαθαίναμε την νευρολογική δομή του πονόδοντου θα εξακολουθούσε να αγνοεί πλήρως πια είναι η εμπειρία του πονόδοντου. Η νευρική ιδιότητα του πονόδοντου διαφέρει σε πολύ μεγάλο βαθμό από τον τρόπο με τον οποίο το άτομο βιώνει τον πόνο.
Το ίδιο μπορεί να ισχύει και για μια πλειάδα ψυχιατρικών διαταραχών όπου οι περισσότερες μελέτες τις παρουσιάζουν σαν ιστοπαθολογικες αλλοιώσεις η νευροχημικες ανισορροπίες. Μπορούμε να ισχυριστούμε κάλλιστα ότι η σχιζοφρένεια προκαλείτε από την ατροφική ανάπτυξη των κοιλιών του εγκεφάλου, η την μείωση της εγκεφαλικής μάζας στον κροταφιαίο λοβό και δυσλειτουργία της ντοπαμινης στο μεσολιμβικο σύστημα. Μπορούμε επίσης να ισχυριστούμε ότι η κατάθλιψη προκαλείται από μειωμένη έκκριση μονοαμινων και να στοχεύσουμε στην βιοχημική εξισορρόπηση της με φαρμακευτικά μέσα. Τα παραπάνω είναι σίγουρα ενδιαφέρουσες παρατηρήσεις που παραμένουν βέβαια στην σφαίρα του νευρολογικού και βιολογικού αίτιου, σε καμία περίπτωση δεν μας δίνουν πληροφορίες για την εμπειρία του ατόμου που έχει σχιζοφρένια η κατάθλιψη, τα νοητικά σχήματα που χρησιμοποιεί και την σύνδεση του με το σύνολο των διαπροσωπικών σχέσεων.