Ο στιγματισμος της ψυχικης διαταραχης ως λειτουργια
by De-Lira
Στο παρόν κείμενο θα ασχοληθώ με τον στιγματισμό ως μηχανισμό βαθειά δομημένο στην ανθρώπινη κοινωνική φύση. Στην προσπάθεια να υποστηρίξω τον παραπάνω ισχυρισμό θα αναφερθώ στην ανάλυση του Σαρτρ σχετικά με τον Αντί- Σημιτισμο, καθώς και με τα στοιχεία της προσωπικότητας που απαιτούνται για την στήριξη του φαινομένου. Στην συνέχεια θα παραθέσω μια σύντομη ιστορική αναφορά στο θέμα της «τρέλας» και το χρονικό σημείο όπου ταυτίστηκε με τον στιγματισμό.
Σαρτρ και Αντί-Σημιτισμός
Η ανάλυση του Γάλλου φιλόσοφου στο φαινόμενο του Αντί-Σημιτισμού προσφέρει μια καλή βάση για την κατανόηση του στιγματισμού της ψυχικής διαταραχής. Η προσέγγιση του στο θέμα είναι ιδιαίτερη και αυθεντικά καινούργια καθώς εστιάζει την φιλοσοφική του ματιά στους παράγοντες της προσωπικότητας που διαμορφώνουν το φαινόμενο επιτιθέμενος προς τον Αντί-Σημιτισμό με υπαρξιακά επιχειρήματα. Ο Σαρτρ υποστηρίζει ότι ο Εβραίος εκπροσωπεί μια ανθρώπινη κατάσταση η οποία κρίνετε μισητή από πολλούς, μια κατάσταση επιζήμια και βλαβερή για το κοινωνικό σύνολο. Ο Αντί-Σημίτης βλέπει τον Εβραίο όχι απλά σαν έναν κοινωνικό διαφθορέα αλλά σαν έναν διαφθορέα που στοχεύει σε αυτό που ο Αντί- Σημίτης αρκείται να ονομάζει ως υγιή ανθρώπινη κατάσταση. Ο Σαρτρ εξετάζει την αναγκαιότητα να χρησιμοποιηθεί ο Εβραίος ως σύμβολο του κακού για τον Αντί-Σημίτη τονίζοντας την βαθειά ψυχολογική ανθρώπινη ανάγκη που καθρεπτίζεται στο συμβολισμό και την απεικόνιση του Εβραίου ως κάτι διαβολικό .
Εστιάζοντας στο συγκεκριμένο θέμα, ο συλλογισμός του Σαρτρ ακολουθει μια Μανιχαιστικη διεργασία. Ο Αντί-Σημίτης, όπως και ο κάθε άνθρωπος κρίνει τον κόσμο βασισμένος στην αρχή του καλού και του κακού. Η διαφορά στην περίπτωση του Αντί-Σημίτη εντοπίζεται στην αδυναμία εύρεσης μιας ωφέλιμης κοινωνικής θεώρησης του καλού και του κακού που τον οδηγεί στην αναγκαστική προσωποποίηση του κακού. Ο Αντί-Σημίτης βλέπει τον κόσμο ασπρόμαυρα, απόλυτα κακό η απόλυτα καλό καταλήγοντας εύλογα στο συμπέρασμα να χαρακτηρίζει τον Εβραίο ως την απόλυτη εκπροσώπηση του κακού και τον Αντί-Σημίτη σαν τον απόλυτο πρέσβη του καλού. Ο συλλογισμός του Σαρτρ αντιλαμβάνεται τον Αντί-Σημίτη σαν ένα άτομο όπου η κρίση του βασίζεται σε μια μαγική μεταμόρφωση του κόσμου βασισμένη σε παράλογες σκέψεις που τον ωθούν σε μια συμπεριφορά που χαρακτηρίζεται από σύγχυση. Ο Σαρτρ υποστηρίζει ότι η ανάλογη σύγχυση έχει τις ρίζες της στον φόβο του ανθρώπου για την υπαρξιακή του κατάσταση. Ο όρος υπαρξιακή κατάσταση χρησιμοποιείται για να εκφράσει τον γενικό φόβο του ανθρώπου για τον εαυτό του, την αλήθεια για τα όρια του εαυτού του, καθώς και την εμπειρία της αποτυχίας. Ο Εβραίος εκπροσωπεί όλα τα παραπάνω με αποτέλεσμα να αποτελεί μια πλήρη εξήγηση του κόσμου. Υιοθετώντας το μοντέλο «της ιδιαιτερότητας του άλλου» ο Αντί-Σημίτης όπως προτείνει ο Σαρτρ, «Δεν έχει πια την ανάγκη για προσωπική διερεύνηση. Με το να ασπάζεται τον Αντί-Σημιτισμό δεν υιοθετεί απλά μια γνώμη αλλά στην ουσία επιλεγεί τον εαυτό του ως άτομο. Διαλέγει ένα καλό το οποίο είναι μια για πάντα σταθερό χωρίς καμία ανάγκη αμφιβολίας, επιλεγεί ένα καλό που δεν τολμά να επανεξετάσει από φόβο μήπως χρειαστεί αναθεώρηση». Παρατηρούμε λοιπόν, ότι ο Αντί-Σημίτης αποφεύγει την ελευθερία της επιλογής εξ αιτίας του φόβου της σηνηδιτοποιησεις της που τον καθιστά υπεύθυνο για της ίδιες του τις πράξεις, κάτι το οποίο φαντάζει αρκετά τρομακτικό ώστε να το αποδεχτεί.
Συνοψίζοντας, ο Αντί-Σημίτης του Σαρτρ « δεν φοβάται τους Εβραίους αλλά τον εαυτό του, την ίδια του τη συνείδηση, την ελευθερία του, τα ένστικτα του, την ευθηνή των πράξεων του, την κοινωνία και τον κόσμο, τα πάντα εκτός από τους Εβραίους». Αν το μόνο που ο άνθρωπος έχει να κάνει σε μια προσπάθεια να αποβάλει τους φόβους του είναι να τους προβάλει στον «άλλο», αυτό συνεπάγετε ότι το καλό είναι ήδη δοσμένο απαλλάσσοντας τον από την ανάγκη να δώσει νόημα στις πράξεις του αλλά και να αποδεχτεί τις συνέπειες των ιδίων του των επιλογών.
Ο Σαρτρ παρουσιάζει τον στιγματισμό των Εβραίων σαν ένα ακραίο κοινωνικό θέμα που αντικατοπτρίζει την συνεχή ανάγκη του ανθρώπου για στιγματισμό κοινωνικών ομάδων. Βασιζόμενοι στην ανάλυση του μπορούμε να κάνουμε υποθέσεις και αναλύσεις αναφορικά με πολλά είδη κοινωνικού στιγματισμού. Στην συνέχεια θα ασχοληθώ με τον στιγματισμό μιας άλλης ιδιαίτερης κοινωνικής ομάδας, αυτής των ψυχικά διαταραγμένων. Σε μια προσπάθεια μετάβασης από τον στιγματισμό του Εβραίου στον στιγματισμό τις ψυχικής διαταραχής θα χρειαστεί να ανατρέξω στο ιστορικό σημείο όπου η ψυχική διαταραχή στιγματίστηκε και έγινε συνώνυμη του κακού.
Ο στιγματισμός τις ψυχικής διαταραχής στην Ιστορία
Ο Φουκώ προσεγγίζει τον ορισμό του καλού και του κακού με τρόπο παρόμοιο με αυτόν του Σαρτρ ονομάζοντας τον ως θεμελιώδη δυισμό της δυτικής συνείδησης. Επίσης, προσθέτει ότι στην περίπτωση που ένας ορισμός δεν μπορεί να δοθεί με το όνομα καλό η κακό, θα δοθεί με προσωνύμια όπως normal και abnormal. Στο βιβλίο του η Ιστορία της τρέλας αναλύει τις ιστορικές αλλαγές των πολιτικών και κοινωνικών τάσεων απέναντι στην τρέλα, στο καλό και στο κακό, στο normal και abnormal. Στο συγκεκριμένο βιβλίο ο Φουκώ εντοπίζει τέσσερις κρίσιμες περιόδους αντιμετώπισης τις τρέλας, η πρώτη προσδιορίζεται στα τέλη του μεσαίωνα, η δεύτερη μεταξύ 17ου και 18ου αιώνα, η τρίτη τον 19ο αιώνα και τέλος η τέταρτη τον 20ο.
Στην πρώτη περίοδο η τρέλα κατέχει μια «παιδική» φύση απόλυτα αναγκαία για την κάθε κοινωνία καθώς υπενθύμιζε στους ανθρώπους την εξάρτηση τους από τον θεό που εκλαμβάνετε σαν μια προστατευτική πατρική φιγούρα. Στην συγκεκριμένη περίοδο οι κατά κοινή ομολογία ψυχικά διαταραγμένοι είχαν την δυνατότητα να ζουν εντος του κοινωνικού συνόλου και να αντιμετωπίζονται με σεβασμό και τιμή κατά της προσταγής του χριστιανικού δόγματος.
Κατά την δεύτερη περίοδο παρατηρείτε μια μετατόπιση της κοινωνικής άποψης απέναντι στην ψυχική διαταραχή. Κατά τον Φουκώ υποβόσκει ένας γενικός φόβος για τα ψυχικά διαταραγμένα άτομα ο οποίος εκφράζεται από μια τάση εξερεσεις τους από τα κοινωνικά δρώμενα. Σε αυτό το σημείο η ψυχική διαταραχή εκλαμβάνεται ως εκπρόσωπος τις τρομακτικής ανθρώπινης φύσης, ενός ζωικού καταστροφικού ενστίκτου που είναι κομμάτι του κάθε ανθρώπου. Επίσης, τονίζεται ότι οι ψυχικά διαταραγμένοι αντιμετωπίζονται με το ίδιο τρόπο που αντιμετωπίζονταν οι κύριοι αποδιοπομπαίοι τράγοι της εποχής όπως οι φτωχοί, οι κλέφτες και οι εγκληματίες.
Την τρίτη περίοδο στην ιστορία της τρέλας, η ψυχική διαταραχή αρχίζει να ταυτίζεται με την φυσική ασθένεια και αντιμετωπίζεται με τα γνωστά ιατρικά μέσα. Εκτός από αυτό μια ακόμη αλλαγή λαμβάνει τόπο, οι ψυχικά διαταργμενη διαχωρίζονται από τις υπόλοιπες κοινωνικές ομάδες που είχαν ταυτιστεί την δεύτερη περίοδο. Τέλος, ο 20ος αιώνας χαρακτηρίζεται από την εμφάνιση του Φρόυντ και τις ψυχανάλυσης ένα σημείο στην ιστορία όπου ξεκινά ο διάλογος με την ψυχική διαταραχή βοηθώντας τους «λογικούς» να καταλάβουν τον κόσμο καλύτερα.
Στο παρόν κείμενο επιλέγω να εστιάσω στον 17ο με 18ο αιώνα όπου η ψυχική διαταραχή ξεκινά να γίνεται συνώνυμη με τον φόβο. Η άποψη του Φουκώ γι αυτήν την αλλαγή είναι ανάλογη με την άποψη του Σαρτρ σχετικά με τον φόβο προς τον ίδιο μας τον εαυτό και τον γενικότερο φόβο της ανθρώπινης ύπαρξης. Για την καλύτερη κατανόηση της ομοιότητας μεταξύ τον δυο στοχαστών αναφέρω τα παρακάτω παραδείγματα. Ο Φουκώ αναφέρει ότι κατά την συγκεκριμένη περίοδο της ταύτισης τις ψυχικής διαταραχής με τον φόβο οι περισσότεροι άνθρωποι πίστευαν ότι επιδημίες όπως η χολέρα και η πανούκλα προερχόταν από τον δηλητηριασμένο αέρα που έβγαινε από τα Σανατόρια στα προάστια των πόλεων. Μια ανάλογη αναφορά γίνεται και στον Σαρτρ τονίζοντας ότι οι Εβραίοι απαγορευόταν να κολυμπούν στις δημόσιες πισίνες καθώς επικρατούσε η άποψη ότι μπορούν να μεταδώσουν μολύνσεις και ακαθαρσίες. Η ομοιότητα είναι εμφανής καθώς και στις δυο περιπτώσεις βλέπουμε ότι συγκεκριμένες ομάδες χρησιμοποιούνται ως «αποδιοπομπαίοι τράγοι».
Όπως τόνισα παραπάνω, η τρέλα τον 18ο αιώνα εκλαμβάνετε ως μια δύναμη ικανή να εξολοθρεύσει την ανθρώπινη φύση μετατρέποντας την σε ένα δυσβάστακτο μαρτύριο όμοιο με ζωντανό θάνατο. Πριν τον 18ο αιώνα ο φόβος του θανάτου εκφραζόταν με την μορφή επιδειμειων και πολέμων. Το 18ο αιώνα η ψυχική διαταραχή συγκεντρώνει όλο το βάρος του ανθρωπινού φόβου προς το θάνατο παίρνοντας την μορφή ενός ζωντανού θανάτου, μια ψυχική κατάσταση όπου η δυνατότητα δράσης είναι απούσα. Σε αυτό το σημείο είναι σημαντικό να επεκταθούμε στην διαδικασία δράσης ως δομημένο συστατικό στην ανθρώπινη έκφραση. Πιο συγκεκριμένα, η δράση προϋποθέτει μια βασική αρχή, την αρχή της προβλεψιμοτητας, ο κόσμος και η κοινωνία, δηλαδή το περιβάλλον που ο άνθρωπος ζει πρέπει να χαρακτηρίζεται από προβλεψιμοτητα. Στην περίπτωση της τρέλας η προβλεψιμοτητα δεν υφίσταται κάνοντας την δράση αδύνατη. Ένας κόσμος που κυριεύετε από ψυχικά διαταραγμένους δεν είναι καθόλου προβλέψιμος, δεν βασίζετε σε κανένα ασφαλές πλαίσιο περιορισμού με αποτέλεσμα να οδηγεί τους λογικούς στην αδυναμία δράσης και έμμεσα σε μια δυσβάστακτη αγχώδη κατάσταση όμοια με έναν ζωντανό θάνατο.
Η πιθανότητα ύπαρξης μιας ανάλογης κατάστασης πρέπει να είναι αδύνατη, η παραμικρή υποψία ενός τόσο οδυνηρού πλαισίου είναι ικανή να σπείρει τον φόβο. Η αντιμετώπιση του φαινομένου κρίνετε αναγκαία για την επικράτηση της λογικής. Η δράση όμως πέρα από την προβλεψιμοτητα χρειάζεται και ένα ισχυρό θεωρητικό σύστημα ώστε να έχει αποτέλεσμα. Κρίνεται αναγκαίος ο ορισμός μιας θεωρίας βασισμένης στην έννοια του καλού και του κακού, ενός συστήματος που επιτρέπει τον αποκλεισμό ενδεχομένων, μια βασική λειτουργία στο χτίσιμο ενός προσωπικού ηθικού κώδικα δράσεις. Βαφτίζοντας την ψυχική διαταραχή και τον Εβραίο ως κοινωνικά κακό αυτόματα ορίζεις το καλό και στην συνέχεια το ακολουθείς. Ο φόβος προς των Εβραίο και τον ψυχικά διαταραγμένο λέει ο Σαρτρ βασίζεται στον φόβο του ανθρώπου απέναντι στην κριτική σκέψη, βασίζεται στην ανάγκη του ανθρώπου να ζει σε έναν κόσμο όπου όλα είναι δοσμένα χωρίς καμία ανάγκη να ανακαλυφθούν, έναν κόσμο όπου η αναζήτηση και η κριτική είναι σε δεύτερη μοίρα. Ο Σαρτρ τονίζει ότι ο άνθρωπος επιζητά την κριτική σκέψη μόνο σε κάτι που είναι ήδη γνωστό, επιθυμεί να ζει σε ένα περιβάλλον όπου όλα παραμένουν σταθερά για πάντα χωρίς την ανάγκη αλλαγής του προσωπικού του θεωρητικού (ηθικού) συστήματος. Πατώντας στην μελέτη του Σαρτρ για τον Αντί – Σημίτη και στον Φουκώ για τον στιγματισμό της ψυχικής διαταραχής παρατηρούμε ότι και στις δυο περιπτώσεις ο «άλλος» εκπροσωπεί μια εικόνα που προκαλεί φόβο, σύγχυση και οργή, αυτή η εικόνα δεν είναι τίποτε άλλο παρά η εικόνα για τον εαυτό μας. Το φαινόμενο της επιλογής ενός εξωτερικού μοντέλου που μας επιτρέπει να προβάλουμε σε αυτό όλους μας τους φόβους αντικατοπτρίζει την ανθρώπινη τάση για αποφυγή της εσωτερικής αναζήτησης.
Η προσπάθεια να καταλάβουμε το φαινόμενο της ψυχικής διαταραχής, η το φαινόμενο του ρατσισμού και του Αντί- Σημιτισμού απαιτεί την προσωπική μας επαφή με τις συγκεκριμένες κοινωνικές ομάδες. Η ανάλογη κατάσταση προκαλεί φόβο καθώς η ψυχική διαταραχή έχει ταυτιστεί με μια τρομακτική κατάσταση, ένα νοητικό στάδιο όπου ο παραλογισμός και η κοινωνική απομόνωση είναι τα βασικά χαρακτηριστικά. Ένα στάδιο όπως αυτό μπορεί να μετατρέψει την ζωή σε έναν εφιάλτη, οπότε ένα στάδιο σαν αυτό δεν είναι δυνατόν να υπάρχει προς όφελος της κοινωνικής συνοχής. Το αποτέλεσμα είναι η ταύτιση με το κακό και η προσπάθεια αφανισμού του. Χρησιμοποιώντας προσωνύμια όπως κακό και abnormal καταφέρνουμε να διαχωρίσουμε την ύπαρξη μας από τις βλαβερές καταστάσεις κερδίζοντας την απαραίτητη ισορροπία
Η τρέλα και η λογική είναι δυο αντίθετες έννοιες. Για να ορίσουμε ένα θέμα όπου η γνώση μας είναι περιορισμένη, είναι αναγκαίο να ορίσουμε το αντίθετο του. Στην τέχνη και την αισθητική είναι αναγκαίο να ορίσεις την ασχήμια για να ορίσεις στην συνεχεία την καλαισθησία και την ομορφιά. Στην κοινωνία, είναι αναγκαίο να ορίσεις το κακό έτσι ώστε να ορίσεις το καλό, το ίδιο ισχύει και για τους όρους normal και abnormal. Μπαίνοντας σε μια ανάλογη διαδικασία γίνεσαι ταυτόχρονα μέτοχος σε μια αιώνια μάχη αντιθέσεων που της περισσότερες φορές έχει ασαφή κατάληξη. Ο ορισμός του καλού και του κακού ήταν πάντα ένα ζήτημα που απασχολούσε την ανθρωπότητα σε μεγάλο βαθμό. Ο κάθε άνθρωπος έχει την ανάγκη αναζήτησης νοήματος και καθιέρωσης ορισμών ικανών να κατευθύνουν την δράση και συμπεριφορά του. Για να επιτύχουν κάτι τέτοιο πρέπει πρωτ απ όλα να ορίσουν τη «πρέπει» και τη «δεν πρέπει» να κάνουν, η μάχη μεταξύ καλού και κακού ήταν πάντα ένα πρωταρχικό ζήτημα για την κάθε κοινωνία.